ιοδόκος: Difference between revisions

From LSJ

κεντέω τὸν πῶλον περὶ τὴν νύσσαν → of impetuous haste, goad the foal around the turning post

Source
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\]), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\])" to "πρβλ. $3$5, $8$10")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=<b>(I)</b><br />[[ἰοδόκος]], -ον (Α)<br />αυτός που περιέχει βέλη.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἰός</i> (ΙI) <span style="color: red;">+</span> -[[δόκος]] (<span style="color: red;"><</span> [[δέχομαι]]), [[πρβλ]]. <i>δωρο</i>-[[δόκος]], <i>θυο</i>-[[δόκος]].<br /><b>(II)</b><br />[[ἰοδόκος]], -ον (Α)<br />αυτός που περιέχει [[δηλητήριο]], ο [[δηλητηριώδης]] («ἰοδόκοι ὀδόντες», <b>Νίκ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἰός</i> (III) <span style="color: red;">+</span> -[[δόκος]] (<span style="color: red;"><</span> [[δέχομαι]]), [[πρβλ]]. <i>ικετα</i>-[[δόκος]], <i>κρεη</i>-[[δόκος]].
|mltxt=<b>(I)</b><br />[[ἰοδόκος]], -ον (Α)<br />αυτός που περιέχει βέλη.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἰός</i> (ΙI) <span style="color: red;">+</span> -[[δόκος]] (<span style="color: red;"><</span> [[δέχομαι]]), [[πρβλ]]. [[δωροδόκος]], [[θυοδόκος]].<br /><b>(II)</b><br />[[ἰοδόκος]], -ον (Α)<br />αυτός που περιέχει [[δηλητήριο]], ο [[δηλητηριώδης]] («ἰοδόκοι ὀδόντες», <b>Νίκ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἰός</i> (III) <span style="color: red;">+</span> -[[δόκος]] (<span style="color: red;"><</span> [[δέχομαι]]), [[πρβλ]]. [[ικεταδόκος]], [[κρεηδόκος]].
}}
}}

Latest revision as of 07:30, 24 August 2021

Greek Monolingual

(I)
ἰοδόκος, -ον (Α)
αυτός που περιέχει βέλη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰός (ΙI) + -δόκος (< δέχομαι), πρβλ. δωροδόκος, θυοδόκος.
(II)
ἰοδόκος, -ον (Α)
αυτός που περιέχει δηλητήριο, ο δηλητηριώδης («ἰοδόκοι ὀδόντες», Νίκ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰός (III) + -δόκος (< δέχομαι), πρβλ. ικεταδόκος, κρεηδόκος.