καστρίτης: Difference between revisions

From LSJ

τῶν οἰκιῶν ὑμῶν ἐμπιπραμένων αὐτοὶ ᾄδετε → your homes are on fire and all you can do is sing

Source
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\]), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\])" to "πρβλ. $3$5, $8$10")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=ο<br />αυτός που βρίσκεται ή κατοικεί στο [[κάστρο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κάστρο]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -[[ίτης]] ([[πρβλ]]. <i>σκην</i>-[[ίτης]], <i>τεχν</i>-[[ίτης]])].
|mltxt=ο<br />αυτός που βρίσκεται ή κατοικεί στο [[κάστρο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κάστρο]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -[[ίτης]] ([[πρβλ]]. [[σκηνίτης]], [[τεχνίτης]])].
}}
}}

Latest revision as of 07:38, 24 August 2021

Greek Monolingual

ο
αυτός που βρίσκεται ή κατοικεί στο κάστρο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κάστρο + κατάλ. -ίτης (πρβλ. σκηνίτης, τεχνίτης)].