κορίδιον: Difference between revisions
From LSJ
Πρόσεχε τῷ ὑποκειμένῳ ἢ τῇ ἐνεργείᾳ ἢ τῷ δόγματι ἢ τῷ σημαινομένῳ. → Look to the essence of a thing, whether it be a point of doctrine, of practice, or of interpretation.
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[κορίδιον]], τὸ (Α)<br /><b>1.</b> [[κοριτσάκι]]<br /><b>2.</b> <b>πιθ.</b> το [[φυτό]] [[κορίανδρο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Με τη σημ. 1.<span style="color: red;"><</span> [[κόρη]], ενώ με τη σημ 2. <span style="color: red;"><</span> [[κόρι]] ή <span style="color: red;"><</span> [[κόριον]] (ΙΙ). Και στις δύο περιπτώσεις εμφανίζει την υποκορ. κατάλ. -<i>ίδ</i>-<i>ιον</i> ([[πρβλ]]. | |mltxt=[[κορίδιον]], τὸ (Α)<br /><b>1.</b> [[κοριτσάκι]]<br /><b>2.</b> <b>πιθ.</b> το [[φυτό]] [[κορίανδρο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Με τη σημ. 1.<span style="color: red;"><</span> [[κόρη]], ενώ με τη σημ 2. <span style="color: red;"><</span> [[κόρι]] ή <span style="color: red;"><</span> [[κόριον]] (ΙΙ). Και στις δύο περιπτώσεις εμφανίζει την υποκορ. κατάλ. -<i>ίδ</i>-<i>ιον</i> ([[πρβλ]]. [[μαχαιρίδιον]], [[χοιρίδιον]])]. | ||
}} | }} |
Revision as of 07:45, 24 August 2021
English (LSJ)
τό, Dim. of κόρη, GDI1699,al. (Delph.), IG9(1).384 (Naupactus); censured by Poll.2.17, but allowed by Phryn.56. II perh. for κόρι, = κορίαννον, Pap.in Philol.80.341.
Greek (Liddell-Scott)
κορίδιον: τό, ὑποκορ. τοῦ κόρη, Ἐπιγραφ. Δελφ. 29, Πολυδ. Β΄, 17, Φρύν. 73.
Greek Monolingual
κορίδιον, τὸ (Α)
1. κοριτσάκι
2. πιθ. το φυτό κορίανδρο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Με τη σημ. 1.< κόρη, ενώ με τη σημ 2. < κόρι ή < κόριον (ΙΙ). Και στις δύο περιπτώσεις εμφανίζει την υποκορ. κατάλ. -ίδ-ιον (πρβλ. μαχαιρίδιον, χοιρίδιον)].