κυανοπτέρυξ: Difference between revisions

From LSJ

Ὁ μὴ γαμῶν ἄνθρωπος οὐκ ἔχει κακά → Multis malis caret ille, qui uxorem haud habet → Der Mann, der ledig bleibt, kennt keinen Leidensdruck

Menander, Monostichoi, 437
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\]), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\])" to "πρβλ. $3$5, $8$10")
 
Line 11: Line 11:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[κυανοπτέρυξ]], -υγος, ὁ, ἡ (Α)<br />(για τον Έρωτα) αυτός που έχει μαύρα φτερά.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κύανος]] <span style="color: red;">+</span> [[πτέρυξ]] ([[πρβλ]]. <i>λευκο</i>-[[πτέρυξ]], <i>φοινικο</i>-[[πτέρυξ]])].
|mltxt=[[κυανοπτέρυξ]], -υγος, ὁ, ἡ (Α)<br />(για τον Έρωτα) αυτός που έχει μαύρα φτερά.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κύανος]] <span style="color: red;">+</span> [[πτέρυξ]] ([[πρβλ]]. [[λευκοπτέρυξ]], [[φοινικοπτέρυξ]])].
}}
}}

Latest revision as of 07:50, 24 August 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κῠᾰνοπτέρυξ Medium diacritics: κυανοπτέρυξ Low diacritics: κυανοπτέρυξ Capitals: ΚΥΑΝΟΠΤΕΡΥΞ
Transliteration A: kyanoptéryx Transliteration B: kyanopteryx Transliteration C: kyanopteryks Beta Code: kuanopte/ruc

English (LSJ)

υγος, ὁ, ἡ, = κυανόπτερος (with blue-black feathers, dark-winged), παῖς Ἀφροδίτας Cerc. 5.2.

Greek Monolingual

κυανοπτέρυξ, -υγος, ὁ, ἡ (Α)
(για τον Έρωτα) αυτός που έχει μαύρα φτερά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κύανος + πτέρυξ (πρβλ. λευκοπτέρυξ, φοινικοπτέρυξ)].