κυανόπτερος
Χρόνος δ' ἀμαυροῖ πάντα κεἰς λήθην ἄγει → Diesque celat omnia atque oblitterat → Die Zeit verdunkelt alles, gibt's dem Vergessen preis
English (LSJ)
κυανόπτερον, with blue-black feathers, like the raven, ὄρνις E.Andr.862 (lyr.): generally, dark-winged, τέττιξ Hes.Sc. 393.
German (Pape)
[Seite 1521] dunkelblau oder schwarz gefiedert; τέττιξ Hes. Sc. 393; ὄρνις Eur. Andr. 862.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
aux ailes d'un bleu sombre.
Étymologie: κύανος, πτερόν.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κυανόπτερος -ον [κύανος, πτερόν] met donkere vleugels.
Russian (Dvoretsky)
κῠᾰνόπτερος:
1 с иссиня-черным оперением (ὄρνις Eur.);
2 с темно-синими крылышками (τέττιξ Hes.).
Greek Monolingual
κυανόπτερος, -ον (Α)
(για πτηνά ή έντομα) αυτός που έχει μαύρα φτερά («κυανόπτερος ἠχέτα τέττιξ», Ησίοδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κύανος + πτερόν (πρβλ. κυκνόπτερος, υμενόπτερος)].
Greek Monotonic
κυᾰνόπτερος: -ον, με μαύρα και μπλε φτερά, με σκουρόχρωμα φτερά, σε Ησίοδ., Ευρ.
Greek (Liddell-Scott)
κῠανόπτερος: -ον, ἔχων κυανομέλανα πτερά, ὡς ὁ κόραξ, ὄρνις Εὐρ. Ἀνδρ. 862· καθόλου, ἔχων μελαίνας πτέρυγας, τέττιξ Ἀσπ. Ἡρ. 693.
Middle Liddell
κυᾰνό-πτερος, ον
with blue-black feathers, dark-winged, Hes., Eur.