ἑτοιμοπώλης: Difference between revisions
From LSJ
Καλὸν δὲ καὶ γέροντι μανθάνειν σοφά → Addiscere aliquid digna res etiam seni → Auch einem Greis ist etwas Weises lernen Zier
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\]), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\])" to "πρβλ. $3$5, $8$10") Tags: Mobile edit Mobile web edit |
|||
Line 11: | Line 11: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἑτοιμοπώλης]], ὁ (θηλ. [[ἑτοιμόπωλις]]) (Α)<br />ο [[ιδιοκτήτης]] ετοιμοπωλείου, αυτός που πουλάει έτοιμα φαγητά.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[έτοιμος]] <span style="color: red;">+</span> -[[πώλης]] (<span style="color: red;"><</span> [[πωλώ]]), [[πρβλ]]. | |mltxt=[[ἑτοιμοπώλης]], ὁ (θηλ. [[ἑτοιμόπωλις]]) (Α)<br />ο [[ιδιοκτήτης]] ετοιμοπωλείου, αυτός που πουλάει έτοιμα φαγητά.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[έτοιμος]] <span style="color: red;">+</span> -[[πώλης]] (<span style="color: red;"><</span> [[πωλώ]]), [[πρβλ]]. [[ελαιοπώλης]], [[ζυθοπώλης]]. | ||
}} | }} |
Revision as of 07:55, 24 August 2021
English (LSJ)
ου, ὁ, A one who keeps such a shop, Demetr. Astrol. in Cat.Cod.Astr.1.106.
Greek Monolingual
ἑτοιμοπώλης, ὁ (θηλ. ἑτοιμόπωλις) (Α)
ο ιδιοκτήτης ετοιμοπωλείου, αυτός που πουλάει έτοιμα φαγητά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < έτοιμος + -πώλης (< πωλώ), πρβλ. ελαιοπώλης, ζυθοπώλης.