κοινωνιμαίος: Difference between revisions

From LSJ

ἐάν μή διδάξητε περί ἀρετὴς τούς τό ἀργύριον κλέψαντας, οὐ ταξόμεθα οἱ ὁπλῖται → if you don't teach those who have stolen money a lesson on moral virtue, we, the hoplites, will not line up

Source
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\]), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\])" to "πρβλ. $3$5, $8$10")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=κοινωνιμαῖος και κοινωνιμιαῖος, -αία, -ον (Α)<br /><b>πάπ.</b> αυτός που ανήκει από κοινού σε κάποιους, ο κοινής χρήσεως, ο [[κοινόχρηστος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κοινωνός]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ιμαῖος</i> (από συνδυασμό τών καταλ. -<i>ιμος</i> και -<i>αῖος</i>), [[πρβλ]]. <i>επιστολ</i>-[[ιμαίος]], <i>υποβολ</i>-[[ιμαίος]]].
|mltxt=κοινωνιμαῖος και κοινωνιμιαῖος, -αία, -ον (Α)<br /><b>πάπ.</b> αυτός που ανήκει από κοινού σε κάποιους, ο κοινής χρήσεως, ο [[κοινόχρηστος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κοινωνός]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ιμαῖος</i> (από συνδυασμό τών καταλ. -<i>ιμος</i> και -<i>αῖος</i>), [[πρβλ]]. [[επιστολιμαίος]], [[υποβολιμαίος]]].
}}
}}

Latest revision as of 07:55, 24 August 2021

Greek Monolingual

κοινωνιμαῖος και κοινωνιμιαῖος, -αία, -ον (Α)
πάπ. αυτός που ανήκει από κοινού σε κάποιους, ο κοινής χρήσεως, ο κοινόχρηστος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κοινωνός + κατάλ. -ιμαῖος (από συνδυασμό τών καταλ. -ιμος και -αῖος), πρβλ. επιστολιμαίος, υποβολιμαίος].