τροφοδότης: Difference between revisions
From LSJ
φωνὰ τύ τίς ἐσσι καὶ οὐδὲν ἄλλο → it's all voice you are, and nothing else | it's all voice ye are, and nought else
(42) |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\])\." to "πρβλ. $2$4.") |
||
Line 3: | Line 3: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ο, ΝΜ<br />αυτός που έχει ως [[επάγγελμα]] την [[χορήγηση]] τροφίμων σε άλλους<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> όργανο με το οποίο παρέχεται [[τροφή]] στις μέλισσες<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «[[αυτόματος]] [[τροφοδότης]]»<br /><b>τεχνολ.</b> [[είδος]] ρυθμιστή που εξασφαλίζει τη [[σταθερότητα]] της στάθμης του νερού σε έναν λέβητα<br /><b>μσν.</b><br />αυτός που παρέχει τρόφιμα σε κάποιον ή σε κάποιους.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[τροφή]] <span style="color: red;">+</span> -[[δότης]] (<span style="color: red;"><</span> [[δότης]] <span style="color: red;"><</span> [[δίδωμι]]), | |mltxt=ο, ΝΜ<br />αυτός που έχει ως [[επάγγελμα]] την [[χορήγηση]] τροφίμων σε άλλους<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> όργανο με το οποίο παρέχεται [[τροφή]] στις μέλισσες<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «[[αυτόματος]] [[τροφοδότης]]»<br /><b>τεχνολ.</b> [[είδος]] ρυθμιστή που εξασφαλίζει τη [[σταθερότητα]] της στάθμης του νερού σε έναν λέβητα<br /><b>μσν.</b><br />αυτός που παρέχει τρόφιμα σε κάποιον ή σε κάποιους.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[τροφή]] <span style="color: red;">+</span> -[[δότης]] (<span style="color: red;"><</span> [[δότης]] <span style="color: red;"><</span> [[δίδωμι]]), [[πρβλ]]. [[αἱμοδότης]]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 13:20, 25 August 2021
Greek (Liddell-Scott)
τροφοδότης: -ου, ὁ, ὁ τροφὴν διδούς, ὁ παρέχων τροφήν, Ἰω. Δαμασκ. ΙΙΙ, 685, Θεόδ. Στουδ. σ. 269C.
Greek Monolingual
ο, ΝΜ
αυτός που έχει ως επάγγελμα την χορήγηση τροφίμων σε άλλους
νεοελλ.
1. όργανο με το οποίο παρέχεται τροφή στις μέλισσες
2. φρ. «αυτόματος τροφοδότης»
τεχνολ. είδος ρυθμιστή που εξασφαλίζει τη σταθερότητα της στάθμης του νερού σε έναν λέβητα
μσν.
αυτός που παρέχει τρόφιμα σε κάποιον ή σε κάποιους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τροφή + -δότης (< δότης < δίδωμι), πρβλ. αἱμοδότης.