ψακτήρ: Difference between revisions

From LSJ

ἔργοισι χρηστός, οὐ λόγοις ἔφυν μόνον → a friend in deeds, and not in words alone

Source
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
m (Text replacement - "perh." to "perhaps")
 
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=psaktir
|Transliteration C=psaktir
|Beta Code=yakth/r
|Beta Code=yakth/r
|Definition=[[ῆρος]], ὁ, = [[ψήκτρα]], Hsch. (perh. for &#42;[[ψηκτήρ]]).
|Definition=[[ῆρος]], ὁ, = [[ψήκτρα]], Hsch. (perhaps for &#42;[[ψηκτήρ]]).
}}
}}
{{ls
{{ls

Latest revision as of 14:00, 14 September 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ψακτήρ Medium diacritics: ψακτήρ Low diacritics: ψακτήρ Capitals: ΨΑΚΤΗΡ
Transliteration A: psaktḗr Transliteration B: psaktēr Transliteration C: psaktir Beta Code: yakth/r

English (LSJ)

ῆρος, ὁ, = ψήκτρα, Hsch. (perhaps for *ψηκτήρ).

Greek (Liddell-Scott)

ψακτήρ: ῆρος, ὁ, = ψήκτρα, Ἡσύχ. (ἴσως ἀντὶ ψυκτήρ).

Greek Monolingual

-ῆρος, ὁ, Α
(κατά τον Ησύχ.) «ψήκτρα».
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. έχει σχηματιστεί από το θ. του ψήχω, με επίθημα -τήρ, αλλά εμφανίζει, αντί του αναμενόμενου αρχ. -η- του θ. (πρβλ. ψήκτρα), -- μακρό (βλ. λ. ψήω)].