ἀκατήχητος: Difference between revisions
From LSJ
ἡ τῆς παιδογονίας συνουσία → sexual intercourse for the purpose of bearing children
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") Tags: Mobile edit Mobile web edit |
m (Text replacement - "]]g" to "]] g") |
||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=-ον<br /><b class="num">1</b> [[no acompañado de sonido o de música]]glos. a ἀπερισάλπιγκτοι Sud.<br /><b class="num">2</b> [[falto de instrucción]], [[ignorante]] ἄνθρωποι αἱρετικοὶ ἀκατήχητοι Arius <i>Ep.Eus</i>.3, ἀ. τῶν μυστηρίων Gr.Nyss.<i>Eun</i>.1.158. | |dgtxt=-ον<br /><b class="num">1</b> [[no acompañado de sonido o de música]] glos. a ἀπερισάλπιγκτοι Sud.<br /><b class="num">2</b> [[falto de instrucción]], [[ignorante]] ἄνθρωποι αἱρετικοὶ ἀκατήχητοι Arius <i>Ep.Eus</i>.3, ἀ. τῶν μυστηρίων Gr.Nyss.<i>Eun</i>.1.158. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-η, -ο (Α [[ἀκατήχητος]], -ον) [[κατηχῶ]]<br />αυτός που δεν έχει κατηχηθεί, δεν έχει διδαχθεί τις θεμελιώδεις αρχές της χριστιανικής πίστης<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[αδασκάλευτος]], [[ακατατόπιστος]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[κατά]] τη [[Σούδα]] «ὁ μὴ ὑπὸ ἤχου περιβαλλόμενος». | |mltxt=-η, -ο (Α [[ἀκατήχητος]], -ον) [[κατηχῶ]]<br />αυτός που δεν έχει κατηχηθεί, δεν έχει διδαχθεί τις θεμελιώδεις αρχές της χριστιανικής πίστης<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[αδασκάλευτος]], [[ακατατόπιστος]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[κατά]] τη [[Σούδα]] «ὁ μὴ ὑπὸ ἤχου περιβαλλόμενος». | ||
}} | }} |
Revision as of 18:25, 18 December 2021
English (LSJ)
ον, A not encompassed by sound, Suid.
Greek (Liddell-Scott)
ἀκατήχητος: -ον, ὁ μὴ ὑπὸ ἤχου περιβαλλόμενος, Σουΐδ. ΙΙ. ὁ μὴ διδαχθεὶς τὰς θεμελιώδεις τῆς πίστεως ἀρχάς, Ἐκκλ.
Spanish (DGE)
-ον
1 no acompañado de sonido o de música glos. a ἀπερισάλπιγκτοι Sud.
2 falto de instrucción, ignorante ἄνθρωποι αἱρετικοὶ ἀκατήχητοι Arius Ep.Eus.3, ἀ. τῶν μυστηρίων Gr.Nyss.Eun.1.158.
Greek Monolingual
-η, -ο (Α ἀκατήχητος, -ον) κατηχῶ
αυτός που δεν έχει κατηχηθεί, δεν έχει διδαχθεί τις θεμελιώδεις αρχές της χριστιανικής πίστης
νεοελλ.
αδασκάλευτος, ακατατόπιστος
αρχ.
κατά τη Σούδα «ὁ μὴ ὑπὸ ἤχου περιβαλλόμενος».