ἀκατήχητος

From LSJ

τὸ γὰρ μυστήριον ἤδη ἐνεργεῖται τῆς ἀνομίας· μόνον ὁ κατέχων ἄρτι ἕως ἐκ μέσου γένηται. (2Thess 2:7) → For the mystery of lawlessness is already at workjust at work until the one who is now constraining it is taken out.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀκατήχητος Medium diacritics: ἀκατήχητος Low diacritics: ακατήχητος Capitals: ΑΚΑΤΗΧΗΤΟΣ
Transliteration A: akatḗchētos Transliteration B: akatēchētos Transliteration C: akatichitos Beta Code: a)kath/xhtos

English (LSJ)

ἀκατήχητον, not encompassed by sound, Suid.

Spanish (DGE)

-ον
1 no acompañado de sonido o de música glos. a ἀπερισάλπιγκτοι Sud.
2 falto de instrucción, ignorante ἄνθρωποι αἱρετικοὶ ἀκατήχητοι Arius Ep.Eus.3, ἀ. τῶν μυστηρίων Gr.Nyss.Eun.1.158.

Greek (Liddell-Scott)

ἀκατήχητος: -ον, ὁ μὴ ὑπὸ ἤχου περιβαλλόμενος, Σουΐδ. ΙΙ. ὁ μὴ διδαχθεὶς τὰς θεμελιώδεις τῆς πίστεως ἀρχάς, Ἐκκλ.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἀκατήχητος, -ον) κατηχῶ
αυτός που δεν έχει κατηχηθεί, δεν έχει διδαχθεί τις θεμελιώδεις αρχές της χριστιανικής πίστης
νεοελλ.
αδασκάλευτος, ακατατόπιστος
αρχ.
κατά τη Σούδα «ὁ μὴ ὑπὸ ἤχου περιβαλλόμενος».

German (Pape)

noch nicht unterrichtet, K.S.