αὐτοσχιδής: Difference between revisions
From LSJ
m (Text replacement - " " to "") |
m (Text replacement - " ," to ",") |
||
Line 11: | Line 11: | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''αὐτοσχιδής''': -ές, [[ἁπλῶς]] εἰργασμένος, αὐτοσχιδὲς [[ὑπόδημα]], τὸ [[ἁπλῶς]] εἰργασμένον, Ἕρμιππος ἐν «Δημόταις»5 (Πολυδ. Ζ΄ , 89). | |lstext='''αὐτοσχιδής''': -ές, [[ἁπλῶς]] εἰργασμένος, αὐτοσχιδὲς [[ὑπόδημα]], τὸ [[ἁπλῶς]] εἰργασμένον, Ἕρμιππος ἐν «Δημόταις»5 (Πολυδ. Ζ΄, 89). | ||
}} | }} |
Revision as of 09:50, 9 January 2022
English (LSJ)
ές, A simply slit: simple, ὑπόδημα Hermipp. 18, cf. αὐτοσχεδές.
Greek (Liddell-Scott)
αὐτοσχιδής: -ές, ἁπλῶς εἰργασμένος, αὐτοσχιδὲς ὑπόδημα, τὸ ἁπλῶς εἰργασμένον, Ἕρμιππος ἐν «Δημόταις»5 (Πολυδ. Ζ΄, 89).