ἀντίγροφον: Difference between revisions

From LSJ

Ἢ μὴ γάμει τὸ σύνολον ἢ γαμῶν κράτει → Aut caelebs vive aut dominus uxori tuae → Bleib ledig oder herrsche über deine Frau

Menander, Monostichoi, 215
(6_21)
 
mNo edit summary
 
Line 1: Line 1:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀντίγροφον''': τό, (= ἀντίγραφον), Ἐπιγρ. Ἀνάφης, Ραγκ. Ant. hel. 820. - Οὕτως ἀπαντῶσι καὶ τά: ἔνγροφον, σύγγροφον, γροφεύς, γρόφων, ἀνεπίγροφος, ἀπογρόφονσι, [[γρόππατα]], στρόταγος, στρότος, [[στροτιώτης]], ἐστροτεύαθη, [[δέκοτος]], δύνοτον, κόθαρος, ἀνκοθαρίοντι, [[ὀνάλουμα]], ὀνέθεικε, ὀνέθην καί τινα ἄλλα (ἴδε Ο ἐν ἀρχῇ ἐν Λεξ. Ἀθησ. λέξ. Κουμανούδη)· ἅπαντα ἴδια τῆς Αἰολικῆς διαλέκτου, ἧς καὶ ἡ Ἀρκαδικὴ συγγενὴς καὶ ἡ Κρητική. Ἀλλὰ καὶ νῦν προφέρομεν μολόχαν τὴν τῶν παλαιῶν κοινῶς μαλάχην, ἥτις [[ὅμως]] καὶ [[μολόχη]] τὸ [[πάλαι]] ἐλέγετο κατὰ τόπους.
|lstext='''ἀντίγροφον''': τό, (= [[ἀντίγραφον]]), Ἐπιγρ. Ἀνάφης, Ραγκ. Ant. hel. 820. - Οὕτως ἀπαντῶσι καὶ τά: ἔνγροφον, σύγγροφον, γροφεύς, γρόφων, ἀνεπίγροφος, ἀπογρόφονσι, [[γρόππατα]], [[στρόταγος]], [[στρότος]], [[στροτιώτης]], ἐστροτεύαθη, [[δέκοτος]], δύνοτον, [[κόθαρος]], ἀνκοθαρίοντι, [[ὀνάλουμα]], ὀνέθεικε, ὀνέθην καί τινα ἄλλα (ἴδε Ο ἐν ἀρχῇ ἐν Λεξ. Ἀθησ. λέξ. Κουμανούδη)· ἅπαντα ἴδια τῆς Αἰολικῆς διαλέκτου, ἧς καὶ ἡ Ἀρκαδικὴ συγγενὴς καὶ ἡ Κρητική. Ἀλλὰ καὶ νῦν προφέρομεν μολόχαν τὴν τῶν παλαιῶν κοινῶς μαλάχην, ἥτις [[ὅμως]] καὶ [[μολόχη]] τὸ [[πάλαι]] ἐλέγετο κατὰ τόπους.
}}
}}

Latest revision as of 22:11, 15 January 2022

Greek (Liddell-Scott)

ἀντίγροφον: τό, (= ἀντίγραφον), Ἐπιγρ. Ἀνάφης, Ραγκ. Ant. hel. 820. - Οὕτως ἀπαντῶσι καὶ τά: ἔνγροφον, σύγγροφον, γροφεύς, γρόφων, ἀνεπίγροφος, ἀπογρόφονσι, γρόππατα, στρόταγος, στρότος, στροτιώτης, ἐστροτεύαθη, δέκοτος, δύνοτον, κόθαρος, ἀνκοθαρίοντι, ὀνάλουμα, ὀνέθεικε, ὀνέθην καί τινα ἄλλα (ἴδε Ο ἐν ἀρχῇ ἐν Λεξ. Ἀθησ. λέξ. Κουμανούδη)· ἅπαντα ἴδια τῆς Αἰολικῆς διαλέκτου, ἧς καὶ ἡ Ἀρκαδικὴ συγγενὴς καὶ ἡ Κρητική. Ἀλλὰ καὶ νῦν προφέρομεν μολόχαν τὴν τῶν παλαιῶν κοινῶς μαλάχην, ἥτις ὅμως καὶ μολόχη τὸ πάλαι ἐλέγετο κατὰ τόπους.