ὀνάλουμα

From LSJ

Λίαν φιλῶν σεαυτὸν οὐχ ἕξεις φίλον → Amans sui ipse nimis amicu'st nemini → Wer allzu sehr sich selbst liebt, findet keinen Freund

Menander, Monostichoi, 310
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀνάλουμα Medium diacritics: ὀνάλουμα Low diacritics: ονάλουμα Capitals: ΟΝΑΛΟΥΜΑ
Transliteration A: onálouma Transliteration B: onalouma Transliteration C: onalouma Beta Code: o)na/louma

English (LSJ)

ατος, τό, late Thess. for ὀνάλα, IG 9(2).461.12 (Crannon), al.

Greek (Liddell-Scott)

ὀνάλουμα: τό, (= ἀνάλωμα), Ἐπιγρ. Κραννωνίων Θεσσαλ., Cau. 100. 101, αὐτόθι ναὶ τὰ ὀνγραφεῖ, ὀντεθεῖ (= ἀναγραφῇ, ἀνατεθῇ). Τοιαύτη ἐναλλαγὴ τοῦ α καὶ ο ἑπομένου τοῦ ν, καὶ ἐν Ἐπιγρ. Ἄτρακος, CIG 1766, ἔνθα καὶ τὸ ὀνέθεικε, καὶ ἐν Ἐπιγρ. Κύμης τῆς ἐν Αἰολίδι CIG 3524, ἔνθα τὰ ὀνθέμεναι, ὄνθεντα, ὀντέθην. Καὶ παρ’ Ἰωάννου δὲ τοῦ γραμματικοῦ παρεδόθησαν τὰ ὄνω (= ἄνω), ὀνέληται, ὀνεχώρησε, παρὰ δὲ Ἡσυχίου τὸ ὄστασαν (= ἀνέστησαν), ὀσκάπτω (= ἀνασκάπτω). Συναγωγ. λέξ. Ἀθησ. Κουμανούδη.

Greek Monolingual

ὀνάλουμα, τὸ (Α)
ονάλα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀναλῶ (βλ. λ. ονάλα)].