ὀνάλουμα
From LSJ
English (LSJ)
ατος, τό, late Thess. for ὀνάλα, IG 9(2).461.12 (Crannon), al.
Greek (Liddell-Scott)
ὀνάλουμα: τό, (= ἀνάλωμα), Ἐπιγρ. Κραννωνίων Θεσσαλ., Cau. 100. 101, αὐτόθι ναὶ τὰ ὀνγραφεῖ, ὀντεθεῖ (= ἀναγραφῇ, ἀνατεθῇ). Τοιαύτη ἐναλλαγὴ τοῦ α καὶ ο ἑπομένου τοῦ ν, καὶ ἐν Ἐπιγρ. Ἄτρακος, CIG 1766, ἔνθα καὶ τὸ ὀνέθεικε, καὶ ἐν Ἐπιγρ. Κύμης τῆς ἐν Αἰολίδι CIG 3524, ἔνθα τὰ ὀνθέμεναι, ὄνθεντα, ὀντέθην. Καὶ παρ’ Ἰωάννου δὲ τοῦ γραμματικοῦ παρεδόθησαν τὰ ὄνω (= ἄνω), ὀνέληται, ὀνεχώρησε, παρὰ δὲ Ἡσυχίου τὸ ὄστασαν (= ἀνέστησαν), ὀσκάπτω (= ἀνασκάπτω). Συναγωγ. λέξ. Ἀθησ. Κουμανούδη.