υπείκω: Difference between revisions

From LSJ

ἐπεὰν νῶτον ὑὸς δελεάσῃ περὶ ἄγκιστρον, μετιεῖ ἐς μέσον τὸν ποταμόν, ὁ κροκόδειλος ἵεται κατὰ τὴν φωνήν, ἐντυχὼν δὲ τῷ νώτῳ καταπίνει → when he has baited a hog's back onto a hook, he throws it into the middle of the river, ... the crocodile lunges toward the voice of a squealing piglet, and having come upon the hogback, swallows it

Source
m (Text replacement - "νῡν " to "νῦν ")
m (Text replacement - "χεῑρα" to "χεῖρα")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=ΜΑ, και επικ. τ. [[ὑποείκω]] Α<br /><b>μτφ.</b> [[υποχωρώ]], [[ενδίδω]], υποτάσσομαι (α. «πείθεσθε τοῖς ἡγουμένοις ὑμῶν καὶ ὑπείκετε», ΚΔ<br />β. «οἱ μοναχοὶ τῷ κληρονόμῳ μου,... ὑποτασσόμενοι καὶ ὑπείκοντες ἔσονται», Μιχ. Ατταλ.)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[αποχωρώ]], αποσύρομαι, απομακρύνομαι<br /><b>2.</b> (με δοτ.) [[υποχωρώ]], [[παραχωρώ]] («τιμαῑς ὑπείκει», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>3.</b> (το ουδ. της μτχ. ενεστ.) <i>τὸ ὑπεῑκον</i><br />(<b>με περιλπτ. σημ.</b>) αυτοί που υποχωρούν, που υποτάσσονται («[[αὖθις]] τὸ νῦν ὑπεῑκον ἤρασσον πέτροις», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> «[[ὑπείκω]] χεῑρα» — [[ξεφεύγω]] από τα χέρια (<b>Ομ. Ιλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὑπ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[εἴκω]] «[[υποχωρώ]], αποσύρομαι»].
|mltxt=ΜΑ, και επικ. τ. [[ὑποείκω]] Α<br /><b>μτφ.</b> [[υποχωρώ]], [[ενδίδω]], υποτάσσομαι (α. «πείθεσθε τοῖς ἡγουμένοις ὑμῶν καὶ ὑπείκετε», ΚΔ<br />β. «οἱ μοναχοὶ τῷ κληρονόμῳ μου,... ὑποτασσόμενοι καὶ ὑπείκοντες ἔσονται», Μιχ. Ατταλ.)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[αποχωρώ]], αποσύρομαι, απομακρύνομαι<br /><b>2.</b> (με δοτ.) [[υποχωρώ]], [[παραχωρώ]] («τιμαῑς ὑπείκει», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>3.</b> (το ουδ. της μτχ. ενεστ.) <i>τὸ ὑπεῑκον</i><br />(<b>με περιλπτ. σημ.</b>) αυτοί που υποχωρούν, που υποτάσσονται («[[αὖθις]] τὸ νῦν ὑπεῑκον ἤρασσον πέτροις», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> «[[ὑπείκω]] χεῖρα» — [[ξεφεύγω]] από τα χέρια (<b>Ομ. Ιλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὑπ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[εἴκω]] «[[υποχωρώ]], αποσύρομαι»].
}}
}}

Revision as of 17:09, 8 May 2022

Greek Monolingual

ΜΑ, και επικ. τ. ὑποείκω Α
μτφ. υποχωρώ, ενδίδω, υποτάσσομαι (α. «πείθεσθε τοῖς ἡγουμένοις ὑμῶν καὶ ὑπείκετε», ΚΔ
β. «οἱ μοναχοὶ τῷ κληρονόμῳ μου,... ὑποτασσόμενοι καὶ ὑπείκοντες ἔσονται», Μιχ. Ατταλ.)
αρχ.
1. αποχωρώ, αποσύρομαι, απομακρύνομαι
2. (με δοτ.) υποχωρώ, παραχωρώ («τιμαῑς ὑπείκει», Σοφ.)
3. (το ουδ. της μτχ. ενεστ.) τὸ ὑπεῑκον
(με περιλπτ. σημ.) αυτοί που υποχωρούν, που υποτάσσονται («αὖθις τὸ νῦν ὑπεῑκον ἤρασσον πέτροις», Ευρ.)
4. φρ. «ὑπείκω χεῖρα» — ξεφεύγω από τα χέρια (Ομ. Ιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + εἴκω «υποχωρώ, αποσύρομαι»].