καταδεικνύω: Difference between revisions

From LSJ

ὑγίεια καὶ νοῦς ἀγαθὰ τῷ βίῳ δύο → health and brains are the two good things for life

Source
m (Text replacement - "ταῑς " to "ταῖς ")
m (Text replacement - "ῑξαι" to "ῖξαι")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=και καταδείχνω (AM [[καταδεικνύω]], Α και [[καταδείκνυμι]])<br /><b>1.</b> [[ανακαλύπτω]] ή [[επινοώ]] [[κάτι]] και το [[κάνω]] γνωστό («τὸν Ταρτησσὸν οὗτοι εἰσι οἱ καταδέξαντες», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>2.</b> έχω και [[προβάλλω]] αποδείξεις για να επικυρώσω [[κάτι]], [[αποδεικνύω]]<br /><b>μσν.</b><br />[[κατασκευάζω]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[εφευρίσκω]] και [[διδάσκω]] («[[ταύτῃ]] τῇ ἕξει καταδεῑξαι ἰατρικήν», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>2.</b> [[δείχνω]] τον τρόπο με τον οποίο γίνεται [[κάτι]] («οἱ πατέρες ἡμῶν ἐν ταῖς φονικαῑς δίκαις κατέδειξαν τέμνοντας τὰ [[τομία]] ἐξορκίζεσθαι», Αισχίν.).
|mltxt=και καταδείχνω (AM [[καταδεικνύω]], Α και [[καταδείκνυμι]])<br /><b>1.</b> [[ανακαλύπτω]] ή [[επινοώ]] [[κάτι]] και το [[κάνω]] γνωστό («τὸν Ταρτησσὸν οὗτοι εἰσι οἱ καταδέξαντες», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>2.</b> έχω και [[προβάλλω]] αποδείξεις για να επικυρώσω [[κάτι]], [[αποδεικνύω]]<br /><b>μσν.</b><br />[[κατασκευάζω]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[εφευρίσκω]] και [[διδάσκω]] («[[ταύτῃ]] τῇ ἕξει καταδεῖξαι ἰατρικήν», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>2.</b> [[δείχνω]] τον τρόπο με τον οποίο γίνεται [[κάτι]] («οἱ πατέρες ἡμῶν ἐν ταῖς φονικαῑς δίκαις κατέδειξαν τέμνοντας τὰ [[τομία]] ἐξορκίζεσθαι», Αισχίν.).
}}
}}

Revision as of 09:30, 24 May 2022

Greek Monolingual

και καταδείχνω (AM καταδεικνύω, Α και καταδείκνυμι)
1. ανακαλύπτω ή επινοώ κάτι και το κάνω γνωστό («τὸν Ταρτησσὸν οὗτοι εἰσι οἱ καταδέξαντες», Ηρόδ.)
2. έχω και προβάλλω αποδείξεις για να επικυρώσω κάτι, αποδεικνύω
μσν.
κατασκευάζω
αρχ.
1. εφευρίσκω και διδάσκωταύτῃ τῇ ἕξει καταδεῖξαι ἰατρικήν», Πλάτ.)
2. δείχνω τον τρόπο με τον οποίο γίνεται κάτι («οἱ πατέρες ἡμῶν ἐν ταῖς φονικαῑς δίκαις κατέδειξαν τέμνοντας τὰ τομία ἐξορκίζεσθαι», Αισχίν.).