καταρνούμαι: Difference between revisions

From LSJ

Ζευχθεὶς γάμοισιν οὐκέτ' ἔστ' ἐλεύθερος → Haud liber ultra est, nuptiae quem vinciunt → Wer durch der Ehe Joch vereint, ist nicht mehr frei

Menander, Monostichoi, 197
m (Text replacement - "οῡμαι" to "οῦμαι")
m (Text replacement - "νεῑ" to "νεῖ")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=καταρνοῦμαι, -έομαι (Α)<br />[[αρνούμαι]] [[σταθερά]], [[επιμένω]] στην [[άρνηση]] μου («φὴς ἢ καταρνεῑ μὴ δεδρακέναι [[τάδε]];» <b>Σοφ.</b>).
|mltxt=καταρνοῦμαι, -έομαι (Α)<br />[[αρνούμαι]] [[σταθερά]], [[επιμένω]] στην [[άρνηση]] μου («φὴς ἢ καταρνεῖ μὴ δεδρακέναι [[τάδε]];» <b>Σοφ.</b>).
}}
}}

Latest revision as of 08:00, 27 May 2022

Greek Monolingual

καταρνοῦμαι, -έομαι (Α)
αρνούμαι σταθερά, επιμένω στην άρνηση μου («φὴς ἢ καταρνεῖ μὴ δεδρακέναι τάδεΣοφ.).