καταρνούμαι: Difference between revisions
From LSJ
Ζευχθεὶς γάμοισιν οὐκέτ' ἔστ' ἐλεύθερος → Haud liber ultra est, nuptiae quem vinciunt → Wer durch der Ehe Joch vereint, ist nicht mehr frei
m (Text replacement - "οῡμαι" to "οῦμαι") |
m (Text replacement - "νεῑ" to "νεῖ") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=καταρνοῦμαι, -έομαι (Α)<br />[[αρνούμαι]] [[σταθερά]], [[επιμένω]] στην [[άρνηση]] μου («φὴς ἢ | |mltxt=καταρνοῦμαι, -έομαι (Α)<br />[[αρνούμαι]] [[σταθερά]], [[επιμένω]] στην [[άρνηση]] μου («φὴς ἢ καταρνεῖ μὴ δεδρακέναι [[τάδε]];» <b>Σοφ.</b>). | ||
}} | }} |