κρίθμο: Difference between revisions

From LSJ

Γλώσσης μάλιστα πανταχοῦ πειρῶ κρατεῖν → Linguae modum tenere praecipuum puta → Zumeist die Zunge such' zu zügeln überall | Zumeist bezäme deine Zunge überall

Menander, Monostichoi, 80
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
mNo edit summary
Line 2: Line 2:
|mltxt=το (Α [[κρίθμον]] και [[κρῆθμον]], τὸ και [[κρίθμος]] και [[κρήθμος]] και [[κρηθμός]], ὁ)<br />[[γένος]] αγγειόσπερμων δικότυλων [[φυτών]] που σύμφωνα με τη σημερινή [[ταξινόμηση]] ανήκει στην [[οικογένεια]] [[σκιαδοφόρα]] και το οποίο απαντά σε παράκτιους γκρεμούς και βράχους, στην άμμο και στα βότσαλα τών ακτών της Μεσογείου και τών δυτικών ακτών της Ευρώπης, κν. [[κρίταμο]] ή αλμυριά.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ., πιθ. δάνεια λ. Η λ. ως [[διεθνής]] επιστημον. όρος [[είναι]] αντιδάνεια, [[πρβλ]]. γαλλ. <i>crihmum</i>].
|mltxt=το (Α [[κρίθμον]] και [[κρῆθμον]], τὸ και [[κρίθμος]] και [[κρήθμος]] και [[κρηθμός]], ὁ)<br />[[γένος]] αγγειόσπερμων δικότυλων [[φυτών]] που σύμφωνα με τη σημερινή [[ταξινόμηση]] ανήκει στην [[οικογένεια]] [[σκιαδοφόρα]] και το οποίο απαντά σε παράκτιους γκρεμούς και βράχους, στην άμμο και στα βότσαλα τών ακτών της Μεσογείου και τών δυτικών ακτών της Ευρώπης, κν. [[κρίταμο]] ή αλμυριά.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ., πιθ. δάνεια λ. Η λ. ως [[διεθνής]] επιστημον. όρος [[είναι]] αντιδάνεια, [[πρβλ]]. γαλλ. <i>crihmum</i>].
}}
}}
==Translations==
ar: قرثمن بحري; arz: قرثمن بحرى; bg: морски копър; ca: fonoll marí; co: bassiccia; cs: motar přímořský; cy: corn-carw'r môr; de: [[Meerfenchel]]; el: [[κρίταμο]]; grc: [[κρῆθμον]], [[κρηθμόν]], [[βατίς]]; en: [[crithmum]], [[samphire]], [[rock samphire]], [[sea fennel]]; eu: itsas mihilu; fa: رازیانه دریایی; fi: merifenkoli; fr: [[criste marine]]; ga: craobhraic; gv: lus ny greg; he: קריתמון ימי; hr: motar; kk: теңіз аскөгі; la: [[Crithmum maritimum]]; lt: pajūrinis kritmas; ms: balung bahar; nl: [[zeevenkel]]; nn: sanktpeterskjerm; no: sanktpeterskjerm; pl: kowniatek nadmorski; ru: [[критмум]]; sh: motar; sv: strandsilja; tr: kaya koruğu; uk: критмій морський

Revision as of 18:20, 7 June 2022

Greek Monolingual

το (Α κρίθμον και κρῆθμον, τὸ και κρίθμος και κρήθμος και κρηθμός, ὁ)
γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών που σύμφωνα με τη σημερινή ταξινόμηση ανήκει στην οικογένεια σκιαδοφόρα και το οποίο απαντά σε παράκτιους γκρεμούς και βράχους, στην άμμο και στα βότσαλα τών ακτών της Μεσογείου και τών δυτικών ακτών της Ευρώπης, κν. κρίταμο ή αλμυριά.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ., πιθ. δάνεια λ. Η λ. ως διεθνής επιστημον. όρος είναι αντιδάνεια, πρβλ. γαλλ. crihmum].

Translations

ar: قرثمن بحري; arz: قرثمن بحرى; bg: морски копър; ca: fonoll marí; co: bassiccia; cs: motar přímořský; cy: corn-carw'r môr; de: Meerfenchel; el: κρίταμο; grc: κρῆθμον, κρηθμόν, βατίς; en: crithmum, samphire, rock samphire, sea fennel; eu: itsas mihilu; fa: رازیانه دریایی; fi: merifenkoli; fr: criste marine; ga: craobhraic; gv: lus ny greg; he: קריתמון ימי; hr: motar; kk: теңіз аскөгі; la: Crithmum maritimum; lt: pajūrinis kritmas; ms: balung bahar; nl: zeevenkel; nn: sanktpeterskjerm; no: sanktpeterskjerm; pl: kowniatek nadmorski; ru: критмум; sh: motar; sv: strandsilja; tr: kaya koruğu; uk: критмій морський