γάβενον: Difference between revisions
From LSJ
Δίκαιος ἐὰν ᾖς, πανταχοῦ τῷ τρόπῳ χρήσῃ νόμῳ († λαληθήσῃ) → Si iustus es pro lege tibi mores erunt → Bist du gerecht, ist dein Charakter dir Gesetz (wirst du in aller Munde sein)
mNo edit summary |
mNo edit summary |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=-ου, τό<br />[[cuenco]], [[escudilla]] Hsch.<br /><b class="num">• Etimología:</b> Rel. gr. moderno [[γάβανο]] ‘cuenco’ y deriv. quizá de *γάβινον c. asimilación progresiva de la /i/ a la /a/ precedente. | |dgtxt=-ου, τό<br />[[cuenco]], [[escudilla]] Hsch.<br /><b class="num">• Etimología:</b> Rel. gr. moderno [[γάβανο]] ‘cuenco’ y deriv. quizá de *γάβινον c. asimilación progresiva de la /i/ a la /a/ precedente. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[γάβανο]], το και [[γαβάνα]], η και [[γαβάνι]], το (Μ [[γάβενον]], το)<br /><b>1.</b> [[πιάτο]]<br /><b>2.</b> πήλινο [[ποτήρι]]<br /><b>3.</b> ξύλινο στρογγυλό [[δοχείο]] με [[σκέπασμα]] για τη [[μεταφορά]] φαγητού.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άλλος τ. του <i>[[γάβαθον]]</i>. Η [[μετακίνηση]] του τόνου στο θηλ. [[γαβάνα]] αναλογικά [[προς]] το συνώνυμο [[γαβάθα]]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 16:14, 10 June 2022
Spanish (DGE)
-ου, τό
cuenco, escudilla Hsch.
• Etimología: Rel. gr. moderno γάβανο ‘cuenco’ y deriv. quizá de *γάβινον c. asimilación progresiva de la /i/ a la /a/ precedente.
Greek Monolingual
γάβανο, το και γαβάνα, η και γαβάνι, το (Μ γάβενον, το)
1. πιάτο
2. πήλινο ποτήρι
3. ξύλινο στρογγυλό δοχείο με σκέπασμα για τη μεταφορά φαγητού.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. του γάβαθον. Η μετακίνηση του τόνου στο θηλ. γαβάνα αναλογικά προς το συνώνυμο γαβάθα].