δαδούχος: Difference between revisions
From LSJ
(8) |
m (Text replacement - "οῡ" to "οῦ") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ο (Α | |mltxt=ο (Α δᾳδοῦχος)<br /><b>1.</b> αυτός που κρατά [[δάδα]], ο [[λαμπαδηφόρος]]<br /><b>2.</b> [[εκείνος]] που φωτίζει, καθοδηγεί τους άλλους («δᾳδοῦχοι τῆς σοφίας»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> ιερατικό [[αξίωμα]] τών Ελευσίνιων Μυστηρίων<br /><b>2.</b> <b>ως επίθ.</b> (για τον ήλιο) [[φωτοδότης]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>δας</i> (<i>δαδός</i>) <span style="color: red;">+</span> -<i>ούχος</i> <span style="color: red;"><</span> <i>έχω</i>]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 19:50, 13 June 2022
Greek Monolingual
ο (Α δᾳδοῦχος)
1. αυτός που κρατά δάδα, ο λαμπαδηφόρος
2. εκείνος που φωτίζει, καθοδηγεί τους άλλους («δᾳδοῦχοι τῆς σοφίας»)
αρχ.
1. ιερατικό αξίωμα τών Ελευσίνιων Μυστηρίων
2. ως επίθ. (για τον ήλιο) φωτοδότης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δας (δαδός) + -ούχος < έχω].