δαδούχος
From LSJ
ποταμῷ γὰρ οὐκ ἔστιν ἐμβῆναι δὶς τῷ αὐτῷ → it is impossible to step twice in the same river, you cannot step twice into the same rivers
Greek Monolingual
ο (Α δᾳδοῦχος)
1. αυτός που κρατά δάδα, ο λαμπαδηφόρος
2. εκείνος που φωτίζει, καθοδηγεί τους άλλους («δᾳδοῦχοι τῆς σοφίας»)
αρχ.
1. ιερατικό αξίωμα τών Ελευσίνιων Μυστηρίων
2. ως επίθ. (για τον ήλιο) φωτοδότης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δας (δαδός) + -ούχος < έχω].