επιούσα: Difference between revisions

From LSJ

Εὐνοῦχος ἄλλο θηρίον τῶν ἐν βίῳ → Eunuchus, alia vitam spurcans bestia → Ein weitres Lebensungetüm ist der Eunuch

Menander, Monostichoi, 185
m (Text replacement - "εῑν" to "εῖν")
m (Text replacement - "οῡ" to "οῦ")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=η (Α ἐπιούσα)<br />(θηλ. της μτχ. [[επιών]] του [[έπειμι]] ως ουσ. [[κατά]] [[παράλειψη]] του ονόμ. [[ημέρα]]) η επομένη, η ακόλουθη [[μέρα]] (α. «πρόθεσιν ἔχοντες κατὰ τὴν ἐπιοῡσαν πολιορκεῖν», <b>Πολ.</b><br />β. «έφθασε την [[επιούσα]]»).
|mltxt=η (Α ἐπιούσα)<br />(θηλ. της μτχ. [[επιών]] του [[έπειμι]] ως ουσ. [[κατά]] [[παράλειψη]] του ονόμ. [[ημέρα]]) η επομένη, η ακόλουθη [[μέρα]] (α. «πρόθεσιν ἔχοντες κατὰ τὴν ἐπιοῦσαν πολιορκεῖν», <b>Πολ.</b><br />β. «έφθασε την [[επιούσα]]»).
}}
}}

Latest revision as of 19:50, 13 June 2022

Greek Monolingual

η (Α ἐπιούσα)
(θηλ. της μτχ. επιών του έπειμι ως ουσ. κατά παράλειψη του ονόμ. ημέρα) η επομένη, η ακόλουθη μέρα (α. «πρόθεσιν ἔχοντες κατὰ τὴν ἐπιοῦσαν πολιορκεῖν», Πολ.
β. «έφθασε την επιούσα»).