επιούσα

From LSJ

οὐ μακαριεῖς τὸν γέροντα, καθ' ὅσον γηράσκων τελευτᾷ, ἀλλ' εἰ τοῖς ἀγαθοῖς συμπεπλήρωται· ἕνεκα γὰρ χρόνου πάντες ἐσμὲν ἄωροι → do not count happy the old man who dies in old age, unless he is full of goods; in fact we are all unripe in regards to time

Source

Greek Monolingual

η (Α ἐπιούσα)
(θηλ. της μτχ. επιών του έπειμι ως ουσ. κατά παράλειψη του ονόμ. ημέρα) η επομένη, η ακόλουθη μέρα (α. «πρόθεσιν ἔχοντες κατὰ τὴν ἐπιοῦσαν πολιορκεῖν», Πολ.
β. «έφθασε την επιούσα»).