ευνουχίζω: Difference between revisions

From LSJ

Μὴ κρῖν' ὁρῶν τὸ κάλλος, ἀλλὰ τὸν τρόπον → Mores in arbitrando, non faciem vide → Nach dem Charakter, nicht nach Schönheit urteile

Menander, Monostichoi, 333
(15)
 
m (Text replacement - "οῡ" to "οῦ")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=και [[μουνουχίζω]] (ΑΜ [[εὐνουχίζω]]) [[ευνούχος]]<br />[[αφαιρώ]] ή [[καταστρέφω]] τους γεννητικούς αδένες κάποιου, [[καθιστώ]] κάποιον ευνούχο, [[στειρώνω]] («εἰσὶν εὐνοῡχοι οἵτινες εὐνούχισαν ἑαυτοὺς διὰ τὴν βασιλείαν τῶν οὐρανών», ΚΔ)<br /><b>αρχ.</b><br />(μτφ. για τη γη) [[μεταβάλλω]] σε άγονο («εὐνουχίζειν γῆν», Φιλόστρ.)<br /><b>2.</b> (μτφ. για [[φάρμακο]]) [[αφαιρώ]] τη δραστικότητά του<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «[[εὐνουχίζω]] ἑμαυτόν» — συγκρατούμαι, [[εγκρατεύομαι]], [[απέχω]] από [[κάτι]].
|mltxt=και [[μουνουχίζω]] (ΑΜ [[εὐνουχίζω]]) [[ευνούχος]]<br />[[αφαιρώ]] ή [[καταστρέφω]] τους γεννητικούς αδένες κάποιου, [[καθιστώ]] κάποιον ευνούχο, [[στειρώνω]] («εἰσὶν εὐνοῦχοι οἵτινες εὐνούχισαν ἑαυτοὺς διὰ τὴν βασιλείαν τῶν οὐρανών», ΚΔ)<br /><b>αρχ.</b><br />(μτφ. για τη γη) [[μεταβάλλω]] σε άγονο («εὐνουχίζειν γῆν», Φιλόστρ.)<br /><b>2.</b> (μτφ. για [[φάρμακο]]) [[αφαιρώ]] τη δραστικότητά του<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «[[εὐνουχίζω]] ἑμαυτόν» — συγκρατούμαι, [[εγκρατεύομαι]], [[απέχω]] από [[κάτι]].
}}
}}

Latest revision as of 19:55, 13 June 2022

Greek Monolingual

και μουνουχίζω (ΑΜ εὐνουχίζω) ευνούχος
αφαιρώ ή καταστρέφω τους γεννητικούς αδένες κάποιου, καθιστώ κάποιον ευνούχο, στειρώνω («εἰσὶν εὐνοῦχοι οἵτινες εὐνούχισαν ἑαυτοὺς διὰ τὴν βασιλείαν τῶν οὐρανών», ΚΔ)
αρχ.
(μτφ. για τη γη) μεταβάλλω σε άγονο («εὐνουχίζειν γῆν», Φιλόστρ.)
2. (μτφ. για φάρμακο) αφαιρώ τη δραστικότητά του
3. φρ. «εὐνουχίζω ἑμαυτόν» — συγκρατούμαι, εγκρατεύομαι, απέχω από κάτι.