εγκρατεύομαι

From LSJ

μὴ εἴπῃς ὠς οὐκ ἔστι Ζεύς → don't say that there is no Zeus

Source

Greek Monolingual

και εγκρατεύω (AM ἐγκρατεύομαι
Μ και ἐγκρατεύω)
1. ασκώ εγκράτεια, είμαι εγκρατής, έχω αυτοκυριαρχία
2. απέχω από κάτι (τροφή, σωματικές ηδονές, ποτά κ.λπ.).