καινόκουφον: Difference between revisions

From LSJ

οὐκ ἂν λάβοις παρὰ τοῦ μὴ ἔχοντος → you can't take from one who doesn't have, you can't squeeze blood out of a turnip, you can't get blood out of a turnip, you can't get blood from a stone, you can't get blood out of a stone

Source
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
m (Text replacement - "οῡ" to "οῦ")
Line 11: Line 11:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[καινόκουφον]], τὸ (Α)<br /><b>πάπ.</b> καινούργιο [[βαρέλι]], νέο [[βυτίο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[καινός]] <span style="color: red;">+</span> <i>κοῡφος</i>. Ήδη διακρίνεται η [[μεταβολή]] της σημασίας του β' συνθετικού (από «[[ελαφρύς]]» σε «[[κοίλος]]»), από το οποίο προήλθε το νεοελλ. επίθ. [[κούφιος]]].
|mltxt=[[καινόκουφον]], τὸ (Α)<br /><b>πάπ.</b> καινούργιο [[βαρέλι]], νέο [[βυτίο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[καινός]] <span style="color: red;">+</span> <i>κοῦφος</i>. Ήδη διακρίνεται η [[μεταβολή]] της σημασίας του β' συνθετικού (από «[[ελαφρύς]]» σε «[[κοίλος]]»), από το οποίο προήλθε το νεοελλ. επίθ. [[κούφιος]]].
}}
}}

Revision as of 20:00, 13 June 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καινόκουφον Medium diacritics: καινόκουφον Low diacritics: καινόκουφον Capitals: ΚΑΙΝΟΚΟΥΦΟΝ
Transliteration A: kainókouphon Transliteration B: kainokouphon Transliteration C: kainokoufon Beta Code: kaino/koufon

English (LSJ)

τό, A new cask, POxy.1911.181 (vi A.D.).

Greek Monolingual

καινόκουφον, τὸ (Α)
πάπ. καινούργιο βαρέλι, νέο βυτίο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καινός + κοῦφος. Ήδη διακρίνεται η μεταβολή της σημασίας του β' συνθετικού (από «ελαφρύς» σε «κοίλος»), από το οποίο προήλθε το νεοελλ. επίθ. κούφιος].