μούρο: Difference between revisions

From LSJ

ἀλλὰ σὺ μὲν νῦν στῆθι καὶ ἄμπνυε → but you, stop now and catch your breath | but do thou now stand, and get thy breath

Source
(26)
 
m (Text replacement - "οῡ" to "οῦ")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=το (Μ μοῡρο[ν])<br />ο [[καρπός]] της μουριάς<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[είδος]] καρκινώματος που μοιάζει [[κατά]] το [[σχήμα]] με [[μούρο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> αρχ. [[μόρον]] με [[κώφωση]] του -<i>ο</i>- σε -<i>ου</i>-].
|mltxt=το (Μ μοῦρο[ν])<br />ο [[καρπός]] της μουριάς<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[είδος]] καρκινώματος που μοιάζει [[κατά]] το [[σχήμα]] με [[μούρο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> αρχ. [[μόρον]] με [[κώφωση]] του -<i>ο</i>- σε -<i>ου</i>-].
}}
}}

Latest revision as of 20:13, 13 June 2022

Greek Monolingual

το (Μ μοῦρο[ν])
ο καρπός της μουριάς
νεοελλ.
είδος καρκινώματος που μοιάζει κατά το σχήμα με μούρο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. μόρον με κώφωση του -ο- σε -ου-].