πυλοῦχος: Difference between revisions
From LSJ
μήτε δίκην δικάσῃς πρίν ἀμφοῖν μῦθον ἀκούσῃς → do not give your judgement until you have heard a speech on both sides
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
m (Text replacement - "οῡ" to "οῦ") |
||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=και [[πυλάοχος]], -ον, Α<br /><b>1.</b> (το αρσ. στον τ. [[πυλάοχος]]) [[προσωνυμία]] του Διονύσου<br /><b>2.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> <i>ὁ | |mltxt=και [[πυλάοχος]], -ον, Α<br /><b>1.</b> (το αρσ. στον τ. [[πυλάοχος]]) [[προσωνυμία]] του Διονύσου<br /><b>2.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> <i>ὁ πυλοῦχος</i><br />[[δοκός]] που υποβαστάζει πύλες.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πύλη]] <span style="color: red;">+</span> -<i>οῦχος</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>ἔχω</i>)]. | ||
}} | }} |
Revision as of 20:20, 13 June 2022
English (LSJ)
ὁ, A beam supporting gates, J.AJ3.6.2 (pl.).
German (Pape)
[Seite 817] Thüren, Thore habend, haltend, beschützend, Ios.
Greek (Liddell-Scott)
πῠλοῦχος: -ον, ὁ ὑποστηρίζων, ὑποβαστάζων τὰς πύλας, Ἰωσήπ. Ἰούδ. Ἀρχ. 3. 6, 2.
Greek Monolingual
και πυλάοχος, -ον, Α
1. (το αρσ. στον τ. πυλάοχος) προσωνυμία του Διονύσου
2. το αρσ. ως ουσ. ὁ πυλοῦχος
δοκός που υποβαστάζει πύλες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πύλη + -οῦχος (< ἔχω)].