συναποκρύπτω: Difference between revisions
From LSJ
ὁ μὴ δαρεὶς ἄνθρωπος οὐ παιδεύεται → spare the rod and spoil the child | οne who hasn't been flayed is not being taught | if the man was not beaten, he is not educated | the man, who was not paddled, is not educated
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
m (Text replacement - "οῡ" to "οῦ") |
||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=Α<br /><b>1.</b> (το μέσ.) <i>συναποκρύβομαι</i><br />κρύβομαι [[μαζί]] με άλλον ( | |mltxt=Α<br /><b>1.</b> (το μέσ.) <i>συναποκρύβομαι</i><br />κρύβομαι [[μαζί]] με άλλον («ποῦ συναποκρυβῶσι μετ' αὐτῶν», ΠΔ)<br /><b>2.</b> [[βοηθώ]] σε [[απόκρυψη]]. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=Α<br /><b>1.</b> (το μέσ.) <i>συναποκρύβομαι</i><br />κρύβομαι [[μαζί]] με άλλον ( | |mltxt=Α<br /><b>1.</b> (το μέσ.) <i>συναποκρύβομαι</i><br />κρύβομαι [[μαζί]] με άλλον («ποῦ συναποκρυβῶσι μετ' αὐτῶν», ΠΔ)<br /><b>2.</b> [[βοηθώ]] σε [[απόκρυψη]]. | ||
}} | }} |
Revision as of 20:23, 13 June 2022
English (LSJ)
A join in concealing, Ael.NA7.25; conceal together, LXXEp.Je.48, Lib.Descr.13.4, etc.
Greek (Liddell-Scott)
συναποκρύπτω: ἀποκρύπτω ὁμοῦ, τὸ δὲ στέρνον Ἀνταίῳ συναποκρύπτεται Λιβάν. τ. 4, σ. 1082, 20, κλπ.
Greek Monolingual
Α
1. (το μέσ.) συναποκρύβομαι
κρύβομαι μαζί με άλλον («ποῦ συναποκρυβῶσι μετ' αὐτῶν», ΠΔ)
2. βοηθώ σε απόκρυψη.
Greek Monolingual
Α
1. (το μέσ.) συναποκρύβομαι
κρύβομαι μαζί με άλλον («ποῦ συναποκρυβῶσι μετ' αὐτῶν», ΠΔ)
2. βοηθώ σε απόκρυψη.