Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

πολυανδρία: Difference between revisions

From LSJ

Ὁπόσον τῷ ποδὶ περρέχει τᾶς γᾶς, τοῦτο χάρις → Every inch of his stature is grace

Theocritus, Idylls, 30.3
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "οῡ" to "οῦ")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=η, ΝΑ<br />[[πολυανθρωπία]] («ἡ [[πολυανδρία]] τοῦ Ἰταλικοῡ γένους», <b>Αππ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> η ύπαρξη σε μια [[χώρα]] περισσότερων [[ανδρών]] σε [[σύγκριση]] με τις γυναίκες<br /><b>2.</b> <b>εθνολ.</b> το να λαμβάνει μία [[γυναίκα]] περισσότερους από έναν νόμιμους συζύγους<br /><b>3.</b> <b>βοτ.</b> η ύπαρξη πολλών στημόνων σε ένα [[άνθος]] φυτού.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πολύανδρος]]. Η λ. ως επιστημον. όρος της Νέας Ελληνικής [[είναι]] αντιδάνεια, <b>πρβλ.</b> αγγλ. <i>polyandria</i>].
|mltxt=η, ΝΑ<br />[[πολυανθρωπία]] («ἡ [[πολυανδρία]] τοῦ Ἰταλικοῦ γένους», <b>Αππ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> η ύπαρξη σε μια [[χώρα]] περισσότερων [[ανδρών]] σε [[σύγκριση]] με τις γυναίκες<br /><b>2.</b> <b>εθνολ.</b> το να λαμβάνει μία [[γυναίκα]] περισσότερους από έναν νόμιμους συζύγους<br /><b>3.</b> <b>βοτ.</b> η ύπαρξη πολλών στημόνων σε ένα [[άνθος]] φυτού.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πολύανδρος]]. Η λ. ως επιστημον. όρος της Νέας Ελληνικής [[είναι]] αντιδάνεια, <b>πρβλ.</b> αγγλ. <i>polyandria</i>].
}}
}}

Revision as of 20:25, 13 June 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πολῠανδρία Medium diacritics: πολυανδρία Low diacritics: πολυανδρία Capitals: ΠΟΛΥΑΝΔΡΙΑ
Transliteration A: polyandría Transliteration B: polyandria Transliteration C: polyandria Beta Code: poluandri/a

English (LSJ)

ἡ, A populousness, τοῦ Ἰταλικοῦ γένους App.BC1.7, cf. Them.Or.6.74c.

German (Pape)

[Seite 659] ἡ, Reichthum an Männern, Synes.

Greek (Liddell-Scott)

πολυανδρία: ἡ πολυανθρωπία, Συνέσ. 275C, Θεμίστ. 74C.

Greek Monolingual

η, ΝΑ
πολυανθρωπία («ἡ πολυανδρία τοῦ Ἰταλικοῦ γένους», Αππ.)
νεοελλ.
1. η ύπαρξη σε μια χώρα περισσότερων ανδρών σε σύγκριση με τις γυναίκες
2. εθνολ. το να λαμβάνει μία γυναίκα περισσότερους από έναν νόμιμους συζύγους
3. βοτ. η ύπαρξη πολλών στημόνων σε ένα άνθος φυτού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολύανδρος. Η λ. ως επιστημον. όρος της Νέας Ελληνικής είναι αντιδάνεια, πρβλ. αγγλ. polyandria].