Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

σύληση: Difference between revisions

From LSJ
(39)
m (Text replacement - "οῡ" to "οῦ")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=η / [[σύλησις]], -ήσεως, ΝΑ [[συλῶ]]<br />[[διαρπαγή]] αντικειμένων που ανήκουν σε άλλον ή σε άλλους, [[λαφυραγωγία]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[κλοπή]] ιερών πραγμάτων, [[ιδίως]] εκκλησιαστικών σκευών<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «[[σύληση]] νεκροῡ»<br /><b>(νομ.)</b> [[παραβίαση]] τάφου και, με σκοπό τον πλουτισμό, [[αφαίρεση]] τών κινητών πραγμάτων που συνοδεύουν το [[πτώμα]], [[νεκροσυλία]].
|mltxt=η / [[σύλησις]], -ήσεως, ΝΑ [[συλῶ]]<br />[[διαρπαγή]] αντικειμένων που ανήκουν σε άλλον ή σε άλλους, [[λαφυραγωγία]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[κλοπή]] ιερών πραγμάτων, [[ιδίως]] εκκλησιαστικών σκευών<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «[[σύληση]] νεκροῦ»<br /><b>(νομ.)</b> [[παραβίαση]] τάφου και, με σκοπό τον πλουτισμό, [[αφαίρεση]] τών κινητών πραγμάτων που συνοδεύουν το [[πτώμα]], [[νεκροσυλία]].
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=η / [[σύλησις]], -ήσεως, ΝΑ [[συλῶ]]<br />[[διαρπαγή]] αντικειμένων που ανήκουν σε άλλον ή σε άλλους, [[λαφυραγωγία]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[κλοπή]] ιερών πραγμάτων, [[ιδίως]] εκκλησιαστικών σκευών<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «[[σύληση]] νεκροῡ»<br /><b>(νομ.)</b> [[παραβίαση]] τάφου και, με σκοπό τον πλουτισμό, [[αφαίρεση]] τών κινητών πραγμάτων που συνοδεύουν το [[πτώμα]], [[νεκροσυλία]].
|mltxt=η / [[σύλησις]], -ήσεως, ΝΑ [[συλῶ]]<br />[[διαρπαγή]] αντικειμένων που ανήκουν σε άλλον ή σε άλλους, [[λαφυραγωγία]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[κλοπή]] ιερών πραγμάτων, [[ιδίως]] εκκλησιαστικών σκευών<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «[[σύληση]] νεκροῦ»<br /><b>(νομ.)</b> [[παραβίαση]] τάφου και, με σκοπό τον πλουτισμό, [[αφαίρεση]] τών κινητών πραγμάτων που συνοδεύουν το [[πτώμα]], [[νεκροσυλία]].
}}
}}

Revision as of 20:25, 13 June 2022

Greek Monolingual

η / σύλησις, -ήσεως, ΝΑ συλῶ
διαρπαγή αντικειμένων που ανήκουν σε άλλον ή σε άλλους, λαφυραγωγία
νεοελλ.
1. κλοπή ιερών πραγμάτων, ιδίως εκκλησιαστικών σκευών
2. φρ. «σύληση νεκροῦ»
(νομ.) παραβίαση τάφου και, με σκοπό τον πλουτισμό, αφαίρεση τών κινητών πραγμάτων που συνοδεύουν το πτώμα, νεκροσυλία.

Greek Monolingual

η / σύλησις, -ήσεως, ΝΑ συλῶ
διαρπαγή αντικειμένων που ανήκουν σε άλλον ή σε άλλους, λαφυραγωγία
νεοελλ.
1. κλοπή ιερών πραγμάτων, ιδίως εκκλησιαστικών σκευών
2. φρ. «σύληση νεκροῦ»
(νομ.) παραβίαση τάφου και, με σκοπό τον πλουτισμό, αφαίρεση τών κινητών πραγμάτων που συνοδεύουν το πτώμα, νεκροσυλία.