υπερμάχομαι: Difference between revisions

From LSJ

Ἔοικα γοῦν τούτου γε σμικρῷ τινι αὐτῷ τούτῳ σοφώτερος εἶναι, ὅτι ἃ μὴ οἶδα οὐδὲ οἴομαι εἰδέναι → I seem, then, in just this little thing to be wiser than this man at any rate, that what I do not know I do not think I know either

Plato, Apology 21d
m (Text replacement - "οῡμαι" to "οῦμαι")
m (Text replacement - "οῡ" to "οῦ")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=Α [[μάχομαι]]<br />[[μάχομαι]] [[υπέρ]] κάποιου, [[υπερμαχώ]] («ὡσπερεὶ τοὐμοῡ πατρός, ὑπερμαχοῦμαι», <b>Σοφ.</b>).
|mltxt=Α [[μάχομαι]]<br />[[μάχομαι]] [[υπέρ]] κάποιου, [[υπερμαχώ]] («ὡσπερεὶ τοὐμοῦ πατρός, ὑπερμαχοῦμαι», <b>Σοφ.</b>).
}}
}}

Latest revision as of 20:30, 13 June 2022

Greek Monolingual

Α μάχομαι
μάχομαι υπέρ κάποιου, υπερμαχώ («ὡσπερεὶ τοὐμοῦ πατρός, ὑπερμαχοῦμαι», Σοφ.).