ἀνθρωπογενής: Difference between revisions

From LSJ

πάρειμι δ' ἄκων οὐχ ἑκοῦσιν, οἶδ' ὅτι → I'm here unwilling, before those who don't want me, I'm sure

Source
(4)
m (Text replacement - "οῡ" to "οῦ")
 
Line 6: Line 6:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=(Μ [[ἀνθρωπογενής]], -οῡς, -ές)<br />ο γεννημένος από ανθρώπους.
|mltxt=(Μ [[ἀνθρωπογενής]], -οῦς, -ές)<br />ο γεννημένος από ανθρώπους.
}}
}}

Latest revision as of 20:35, 13 June 2022

German (Pape)

[Seite 234] ἐς, Mensch geworden, Chrysost.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνθρωπογενής: -ές, καὶ -γέννητος, ον, ὁ ἐξ ἀνθρώπων γεννηθείς, Ἐκκλ.

Greek Monolingual

ἀνθρωπογενής, -οῦς, -ές)
ο γεννημένος από ανθρώπους.