ἐρασιπλόκαμος: Difference between revisions
From LSJ
ἡγούμενος τῶν ἡδονῶν ἀλλ' οὐκ ἀγόμενος ὑπ' αὐτῶν → of his pleasures he was the master and not their servant
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
m (Text replacement - "οῡ" to "οῦ") |
||
Line 20: | Line 20: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἐρασιπλόκαμος]], -ον (Α)<br />αυτή που έχει ωραίες μπούκλες στα μαλλιά, πλοκάμους που σέ κάνουν να τήν ερωτευθείς ( | |mltxt=[[ἐρασιπλόκαμος]], -ον (Α)<br />αυτή που έχει ωραίες μπούκλες στα μαλλιά, πλοκάμους που σέ κάνουν να τήν ερωτευθείς («Τυροῦς ἐρασιπλοκάμου [[γενεά]]», <b>Πίνδ.</b>). | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''ἐρᾰσιπλόκᾰμος:''' прелестнокудрый ([[Τυρώ]] Pind.). | |elrutext='''ἐρᾰσιπλόκᾰμος:''' прелестнокудрый ([[Τυρώ]] Pind.). | ||
}} | }} |
Revision as of 20:40, 13 June 2022
English (LSJ)
ον, A decked with love-locks, Ibyc.9, Pi.P.4.136.
German (Pape)
[Seite 1017] lockenliebend, schönlockig, Τυρώ Pind. P. 4, 136, Κασσάνδρα Ibyc. 15; sp. D.
Greek (Liddell-Scott)
ἐρᾰσιπλόκᾰμος: -ον, ἔχων ἐπεράστους πλοκάμους, Ἴβυκ. 8, Πινδ. Π. 4. 242.
English (Slater)
ἐρᾰσιπλόκᾰμος, -ον
1 with lovely locks Τυροῦς ἐρασιπλοκάμου (v. Schr., Pyth. comm., ad loc.) (P. 4.136)
Greek Monolingual
ἐρασιπλόκαμος, -ον (Α)
αυτή που έχει ωραίες μπούκλες στα μαλλιά, πλοκάμους που σέ κάνουν να τήν ερωτευθείς («Τυροῦς ἐρασιπλοκάμου γενεά», Πίνδ.).
Russian (Dvoretsky)
ἐρᾰσιπλόκᾰμος: прелестнокудрый (Τυρώ Pind.).