δυσωρέω: Difference between revisions

From LSJ

μεγάλα ταῖς ἐλπίσι περινοέωcherish great anticipations, form great projects

Source
(2)
m (Text replacement - "([Α-Ωα-ωίϊίΐἶἶἴῖἰἱἵἰὶἱἸόὀὁόὅὍὄάἄἅᾳἀἁᾴὰάᾷέέἐἑἕἕἔύϋύΰὖῦῆἠἡἥἦἤἤἩῃήήῇώῳώῶῷὠὦὧὠᾠὤὥὡπῥσὑὐὕφΧψὸἂ...)
Line 3: Line 3:
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=-ῶ :<br /><i>ou pê</i> δυσωρέομαι-οῦμαι;<br /><i>f.</i> δυσωρήσομαι;<br />faire une garde pénible.<br />'''Étymologie:''' δυσ-, [[ὤρα]].
|btext=-ῶ :<br /><i>ou pê</i> [[δυσωρέομαι]], [[δυσωροῦμαι]];<br /><i>f.</i> δυσωρήσομαι;<br />faire une garde pénible.<br />'''Étymologie:''' δυσ-, [[ὤρα]].
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''δυσωρέω:''' и [[δυσωρέομαι]] нести трудную охрану (κύνες περὶ μῆλα δυσωρήσονται - v. l. δυσωρήσωσιν Hom.).
|elrutext='''δυσωρέω:''' и [[δυσωρέομαι]] нести трудную охрану (κύνες περὶ μῆλα δυσωρήσονται - v. l. δυσωρήσωσιν Hom.).
}}
}}

Revision as of 09:00, 29 June 2022

German (Pape)

[Seite 692] beschwerliche Wache halten; Homer einmal, Iliad. 10, 183 ὡς δὲ κύνες περὶ μῆλα δυσωρήσωσιν ἐν αὐλῇ, var. lect. δυσωρήσωνται u. δυσωρήσονται, Apoll. Lex. Hom. p. 60, 26 Δυσωρήσωσι· δυσφυλακτήσωσι καὶ κακὴν νύκτα διαγάγωσιν.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
ou pê δυσωρέομαι, δυσωροῦμαι;
f. δυσωρήσομαι;
faire une garde pénible.
Étymologie: δυσ-, ὤρα.

Russian (Dvoretsky)

δυσωρέω: и δυσωρέομαι нести трудную охрану (κύνες περὶ μῆλα δυσωρήσονται - v. l. δυσωρήσωσιν Hom.).