μαιευτική: Difference between revisions
Νέµουσι δ' οἴκους καὶ τὰ ναυστολούµενα ἔσω δόµων σῴζουσιν, οὐδ' ἐρηµίᾳ γυναικὸς οἶκος εὐπινὴς οὐδ' ὄλβιος → They manage households, and save what is brought by sea within the home, and no house deprived of a woman can be tidy and prosperous
(3) |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2 $3") |
||
Line 3: | Line 3: | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''μαιευτική:''' ἡ (sc. [[τέχνη]])<br /><b class="num">1)</b> повивальное искусство Plat.;<br /><b class="num">2)</b> перен. мэевтика, т. е. метод раскрытия понятий путем последовательных вопросов, через «испытание» ([[ἐξέτασις]]) Plat. | |elrutext='''μαιευτική:''' ἡ (sc. [[τέχνη]])<br /><b class="num">1)</b> [[повивальное искусство]] Plat.;<br /><b class="num">2)</b> перен. мэевтика, т. е. метод раскрытия понятий путем последовательных вопросов, через «испытание» ([[ἐξέτασις]]) Plat. | ||
}} | }} |
Revision as of 19:20, 19 August 2022
Greek Monolingual
η (Α μαιευτική)
1. η τέχνη της μαίας, η μαμμική
2. η διαλεκτική μέθοδος του Σωκράτους με την οποία αυτός ανάγκαζε τους συνομιλητές του με κατάλληλες ερωτήσεις να φθάσουν στην αλήθεια
νεοελλ.
κλάδος της ιατρικής, μέρος της γυναικολογίας, που πραγματεύεται τα σχετικά με την κύηση, τον τοκετό και τη λοχεία των γυναικών.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ουσιαστικοποιημένος τ. του θηλ. του επιθ. μαιευτικός.
Russian (Dvoretsky)
μαιευτική: ἡ (sc. τέχνη)
1) повивальное искусство Plat.;
2) перен. мэевтика, т. е. метод раскрытия понятий путем последовательных вопросов, через «испытание» (ἐξέτασις) Plat.