κερατίνη: Difference between revisions

From LSJ

Εὐνοῦχος ἄλλο θηρίον τῶν ἐν βίῳ → Eunuchus, alia vitam spurcans bestia → Ein weitres Lebensungetüm ist der Eunuch

Menander, Monostichoi, 185
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)«([\p{Cyrillic}\s]+)»" to "«$1»")
 
Line 6: Line 6:
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''κερᾰτίνη:''' ἡ и κερᾰτίνης, ου ὁ (sc. [[λόγος]]) «рогатый» софизм «εἴ τι οὐκ ἀπέβαλες, [[τοῦτο]] ἔχεις κέρατα δὲ οὐκ ἀπέβαλες, κέρατα [[ἄρα]] εχεις» Diog. L.
|elrutext='''κερᾰτίνη:''' ἡ и κερᾰτίνης, ου ὁ (sc. [[λόγος]]) «[[рогатый]]» софизм «εἴ τι οὐκ ἀπέβαλες, [[τοῦτο]] ἔχεις κέρατα δὲ οὐκ ἀπέβαλες, κέρατα [[ἄρα]] εχεις» Diog. L.
}}
}}

Latest revision as of 09:03, 20 August 2022

German (Pape)

[Seite 1422] ἡ, fem. zu κεράτινος; so heißt der Trugschluß von den Hörnern, D. L. 7, 44, vgl. 187; Quint. 1, 10, 6.

Greek Monolingual

η
(βιοχ.) ινώδης σκληροπρωτεΐνη, δομικός λίθος τών τριχών, τών νυχιών, τών κεράτων, τών οπλών, του ερίου, τών φτερών και τών επιθηλιακών κυττάρων στα εξωτερικά στρώματα του δέρματος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. keratine < kerat- (πρβλ. κέρας, -τος) + κατάλ. -ine].

Russian (Dvoretsky)

κερᾰτίνη: ἡ и κερᾰτίνης, ου ὁ (sc. λόγος) «рогатый» софизм «εἴ τι οὐκ ἀπέβαλες, τοῦτο ἔχεις κέρατα δὲ οὐκ ἀπέβαλες, κέρατα ἄρα εχεις» Diog. L.