κερατίνη
From LSJ
Θνητὸς πεφυκὼς τοὐπίσω πειρῶ βλέπειν → Homo natus id, quod instat, ut videas, age → Als sterblich Wesen mühe dich zu seh'n, was folgt
German (Pape)
[Seite 1422] ἡ, fem. zu κεράτινος; so heißt der Trugschluß von den Hörnern, D. L. 7, 44, vgl. 187; Quint. 1, 10, 6.
Greek Monolingual
η
(βιοχ.) ινώδης σκληροπρωτεΐνη, δομικός λίθος τών τριχών, τών νυχιών, τών κεράτων, τών οπλών, του ερίου, τών φτερών και τών επιθηλιακών κυττάρων στα εξωτερικά στρώματα του δέρματος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. keratine < kerat- (πρβλ. κέρας, -τος) + κατάλ. -ine].
Russian (Dvoretsky)
κερᾰτίνη: ἡ и κερᾰτίνης, ου ὁ (sc. λόγος) «рогатый» софизм «εἴ τι οὐκ ἀπέβαλες, τοῦτο ἔχεις κέρατα δὲ οὐκ ἀπέβαλες, κέρατα ἄρα εχεις» Diog. L.