διαπερονάω: Difference between revisions

From LSJ

τίς δ' οἶδεν εἰ τὸ ζῆν μέν ἐστι κατθανεῖν, τὸ κατθανεῖν δὲ ζῆν κάτω νομίζεται → who knows if life is death, and if in the underworld death is considered life

Source
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''') ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2 $3")
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''διαπερονάω:''' прокалывать (τὰ σφυρὰ σιδήρῳ Diod.).
|elrutext='''διαπερονάω:''' [[прокалывать]] (τὰ σφυρὰ σιδήρῳ Diod.).
}}
}}

Revision as of 10:58, 20 August 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διαπερονάω Medium diacritics: διαπερονάω Low diacritics: διαπερονάω Capitals: ΔΙΑΠΕΡΟΝΑΩ
Transliteration A: diaperonáō Transliteration B: diaperonaō Transliteration C: diaperonao Beta Code: diaperona/w

English (LSJ)

A pin or pierce through, σφυρὰ σιδήρῳ D.S.4.64; τινὰ διαμπάξ Agath.1.9:—Pass., Id.2.9, al., Luc.Gall.24; σαυνίῳ διὰ τοῦ θυρεοῦ διαπερονηθείς D.H.9.64.

German (Pape)

[Seite 595] (mit der Nadel) durchstechen, durchbohren; τὰ σφυρὰ σιδήρῳ D. Sic. 4, 64; σαυνίῳ Dion. Hal. 9, 64.

Greek (Liddell-Scott)

διαπερονάω: καρφώνω, διατρυπῶ, σφυρὰ σιδήρῳ Διόδ. 4. 64. σαυνίῳ διὰ τὸ σάκος διαπερονηθεὶς Διον. Ἁλ. 9. 64.

Spanish (DGE)

atravesar, traspasar con algo punzante σφυρὰ σιδήρῳ D.S.4.64, (ἐμέ) τῷ δορατίῳ D.Chr.4.59, (βέλος) τὸν ἄνδρα διαμπάξ Agath.1.9.4, en v. pas. διὰ τοῦ θυρεοῦ διαπερονηθείς D.H.9.64, ἐν σάκει ... διαπεπερονημένῳ τοῖς ἥλοις Sch.A.Th.539-542, de vestidos οἱ δὲ κόλακες ... περόναις χρυσαῖς διαπεπερονημένοι Eun.Hist.62.2.

Russian (Dvoretsky)

διαπερονάω: прокалывать (τὰ σφυρὰ σιδήρῳ Diod.).