προσορέω: Difference between revisions
From LSJ
φελένη καὶ φάναξ καὶ φοῖκος καὶ φαήρ → Ἑλένη καὶ ἄναξ καὶ οἶκος καὶ ἀήρ | Helen, lord, house, and air
m (Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ") |
|||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''προσορέω:''' быть сопредельным, граничить (τῇ Μακεδονίᾳ Polyb.). | |elrutext='''προσορέω:''' [[быть сопредельным]], [[граничить]] (τῇ Μακεδονίᾳ Polyb.). | ||
}} | }} |
Revision as of 11:42, 20 August 2022
English (LSJ)
(ὅρος) A border on, οἱ προσοροῦντες τῇ Μακεδονίᾳ Θρᾷκες Plb.10.41.4; τὰ προσοροῦντα [τῇ Χερσονήσῳ] τῆς Εὐρώπης Id.21.46.9.
German (Pape)
[Seite 775] angränzen, τινί, Pol., τοὺς προσοροῦντας τῇ Μακεδονίᾳ Θρᾷκας, 10, 41, 4. 22, 27, 9.
Greek (Liddell-Scott)
προσορέω: (ὅρος) συνορεύω, γειτνιάζω, μετὰ δοτικ., Πολύβ. 10. 41, 4., 22. 5, 14.
Russian (Dvoretsky)
προσορέω: быть сопредельным, граничить (τῇ Μακεδονίᾳ Polyb.).