λιθόβολος: Difference between revisions

From LSJ

Λήσειν διὰ τέλους μὴ δόκει πονηρὸς ὤν → Latere semper posse ne spera nocens → Gewiss nicht immer bleibst als Schuft du unentdeckt

Menander, Monostichoi, 329
m (LSJ2 replacement)
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''') ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2 $3")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''λῐθόβολος:''' пролившийся от удара камня (δράκοντος [[αἷμα]] Eur.).
|elrutext='''λῐθόβολος:''' [[пролившийся от удара камня]] (δράκοντος [[αἷμα]] Eur.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=λῐθο-[[βόλος]], ον [cf. [[λιθοβόλος]] [[βάλλω]]<br />proparox. λιθόβολος, ον, [[pass]]. struck with stones, stoned, Eur.
|mdlsjtxt=λῐθο-[[βόλος]], ον [cf. [[λιθοβόλος]] [[βάλλω]]<br />proparox. λιθόβολος, ον, [[pass]]. struck with stones, stoned, Eur.
}}
}}

Revision as of 13:12, 20 August 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λιθόβολος Medium diacritics: λιθόβολος Low diacritics: λιθόβολος Capitals: ΛΙΘΟΒΟΛΟΣ
Transliteration A: lithóbolos Transliteration B: lithobolos Transliteration C: lithovolos Beta Code: liqo/bolos

English (LSJ)

ον, Pass., struck with stones, stoned, E. Ph. 1063 (lyr.).

Greek Monolingual

λιθόβολος, -ον (Α)
αυτός πού λιθοβολεῑται, λιθόβλητος («ἃ δράκοντος αἷμα λιθόβολον κατειργάσω», Ευρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < λιθ(ο)- + -βολος (< βόλος < βάλλω). Η προπαροξυτονία δίνει στη λ. παθητική σημ.].

Russian (Dvoretsky)

λῐθόβολος: пролившийся от удара камня (δράκοντος αἷμα Eur.).

Middle Liddell

λῐθο-βόλος, ον [cf. λιθοβόλος βάλλω
proparox. λιθόβολος, ον, pass. struck with stones, stoned, Eur.