συγκόρυφος: Difference between revisions
From LSJ
Sophocles, Fragment 698
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''') ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2 $3") |
||
Line 20: | Line 20: | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''συγκόρῠφος:''' соединенный вершиной (κῶνοι Arst.). | |elrutext='''συγκόρῠφος:''' [[соединенный вершиной]] (κῶνοι Arst.). | ||
}} | }} |
Revision as of 13:50, 20 August 2022
English (LSJ)
ον, A with the vertices joined, κῶνοι Arist.Pr.912b18.
German (Pape)
[Seite 969] mit den Spitzen verbunden, κῶνοι Arist. probl. 15, 10.
Greek (Liddell-Scott)
συγκόρῠφος: -ον, οὗ ἡ κορυφὴ ἑνοῦται μετ’ ἄλλης κορυφῆς, ὡς π. χ. αἱ κορυφαὶ δύο κώνων, Ἀριστ. Προβλ. 15. 11, 2.
Greek Monolingual
-ον, Α
αυτός του οποίου η κορυφή συνδέεται με την κορυφή ενός άλλου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + -κορυφος (< κορυφή)].
Russian (Dvoretsky)
συγκόρῠφος: соединенный вершиной (κῶνοι Arst.).