πολεμικῶς: Difference between revisions

From LSJ

πόθῳ δὲ τοῦ θανόντος ἠγκιστρωμένη ψυχὴν περισπαίροντι φυσήσει νεκρῷ → pierced by sorrow for the dead shall breathe forth her soul on the quivering body

Source
(3b)
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''') ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2 $3")
 
Line 3: Line 3:
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''πολεμικῶς:''' враждебно (διακεῖσθαι Isocr.; πολεμικώτατα πρὸς ἀλλήλους ἔχειν Xen.).
|elrutext='''πολεμικῶς:''' [[враждебно]] (διακεῖσθαι Isocr.; πολεμικώτατα πρὸς ἀλλήλους ἔχειν Xen.).
}}
}}

Latest revision as of 13:55, 20 August 2022

French (Bailly abrégé)

adv.
en état de guerre : πολεμικῶς ἔχειν πρός τινα XÉN être en guerre avec qqn, dans des dispositions hostiles à qqn ; πολεμικῶς διακεῖσθαι ISOCR être dans des dispositions hostiles;
Sp. πολεμικώτατα.
Étymologie: πολεμικός.

Russian (Dvoretsky)

πολεμικῶς: враждебно (διακεῖσθαι Isocr.; πολεμικώτατα πρὸς ἀλλήλους ἔχειν Xen.).