ὀμφαλώδης: Difference between revisions

From LSJ

Οὕτως ἔδειξέν μοι κύριος καὶ ἰδοὺ ἐπιγονὴ ἀκρίδων ἐρχομένη ἑωθινή, καὶ ἰδοὺ βροῦχος εἷς Γωγ ὁ βασιλεύς (Amos 7:1) → Thus the Lord showed me and look, early-morning offspring of locusts coming, and look, one locust-larva: Gog the king.

Source
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''') ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2 $3")
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''ὀμφᾰλώδης:''' пуповидный Arst.
|elrutext='''ὀμφᾰλώδης:''' [[пуповидный]] Arst.
}}
}}

Revision as of 14:44, 20 August 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀμφᾰλώδης Medium diacritics: ὀμφαλώδης Low diacritics: ομφαλώδης Capitals: ΟΜΦΑΛΩΔΗΣ
Transliteration A: omphalṓdēs Transliteration B: omphalōdēs Transliteration C: omfalodis Beta Code: o)mfalw/dhs

English (LSJ)

ες, A = ὀμφαλοειδής, Arist.HA550a21, GA752b2.

German (Pape)

[Seite 343] ες, = ὀμφαλοειδής, Arist. gener. anim. 3, 2.

Greek (Liddell-Scott)

ὀμφᾰλώδης: -ες, συνῃρ. ἀντὶ ὀμφαλοειδής, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 5. 18, 6, π. Ζ. Γεν. 3. 2, 6.

Greek Monolingual

-ες (Α ὀμφαλώδης, -ῶδες) ομφαλός
ομφαλοειδής
το αρσ. ως ουσ. ο ομφαλώδης
βοτ. γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών της οικογένειας βοραγινίδες, στο οποίο ανήκουν 24 περίπου είδη της περιοχής της Μεσογείου και του Μεξικού.

Russian (Dvoretsky)

ὀμφᾰλώδης: пуповидный Arst.