Φρεάρριος: Difference between revisions
From LSJ
μηδὲν κοτυλίζειν, ἀλλὰ καταπάττειν χύδην → not to sell by the cupful, but to dole out indiscriminately | not to sell by retail but wholesale
(4b) |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''' [ὁἡ]) ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z\(])" to "$1 $2 $3") |
||
Line 6: | Line 6: | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''Φρεάρριος:''' ὁ житель или уроженец дема Фреарры Dem. | |elrutext='''Φρεάρριος:''' ὁ [[житель или уроженец дема Фреарры]] Dem. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 10:07, 23 August 2022
French (Bailly abrégé)
ου;
adj. m.
du dème Φρέαρροι.
Greek Monolingual
και πιθ. τ. Φρεάρροος, -ον, Α
1. προσωνυμία της θεάς Δήμητρος, πιθανώς λόγω του αφιερωμένου σ' αυτήν Καλλιχόρου φρέατος στην Ελευσίνα
2. (το αρσ. πληθ. ως ουσ.) οἱ Φρεάρριοι
ονομασία δήμου.
Russian (Dvoretsky)
Φρεάρριος: ὁ житель или уроженец дема Фреарры Dem.