μεταλλουργός: Difference between revisions

From LSJ

Ἱκανῶς βιώσεις γηροβοσκῶν τοὺς γονεῖς → Senes parentes qui fovet, vivet diu → Hinlänglich lebst du, wenn du greise Eltern pflegst

Menander, Monostichoi, 270
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''' [ὁἡ]) ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z\(])" to "$1 $2 $3")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''μεταλλουργός:''' ὁ рудокоп Diod.
|elrutext='''μεταλλουργός:''' ὁ [[рудокоп]] Diod.
}}
}}

Revision as of 10:15, 23 August 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μεταλλουργός Medium diacritics: μεταλλουργός Low diacritics: μεταλλουργός Capitals: ΜΕΤΑΛΛΟΥΡΓΟΣ
Transliteration A: metallourgós Transliteration B: metallourgos Transliteration C: metallourgos Beta Code: metallourgo/s

English (LSJ)

ὁ, A miner, D.S. 5.37, Dsc.5.74.

German (Pape)

[Seite 149] Metalle verarbeitend, Sp.

Greek Monolingual

ο (Α μεταλλουργός)
αυτός που εργάζεται σε μεταλλείο, μεταλλωρύχος
νεοελλ.
1. τεχνίτης που κατεργάζεται μέταλλα
2. επιστήμονας που ασχολείται με τη μεταλλουργία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μέταλλο + -ουργός].

Russian (Dvoretsky)

μεταλλουργός:рудокоп Diod.