ποίμνιος: Difference between revisions
From LSJ
θεὸς δ' ἁμαρτάνουσιν οὐ παρίσταται → God doesn't stand by those who do wrong
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''') ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2 $3") |
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=poimnios | |Transliteration C=poimnios | ||
|Beta Code=poi/mnios | |Beta Code=poi/mnios | ||
|Definition=α, ον, | |Definition=α, ον, [[frequented by flocks]], ἄλση <span class="bibl">E.<span class="title">Fr.</span>740.5</span> (lyr.). | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls |
Revision as of 15:25, 23 August 2022
English (LSJ)
α, ον, frequented by flocks, ἄλση E.Fr.740.5 (lyr.).
Greek (Liddell-Scott)
ποίμνιος: -α, -ον, ὁ ὑπὸ ποιμνίων συχναζόμενος, ἄλση Εὐρ. Ἀποσπ. 740.
Greek Monolingual
-ία, -ον, Α ποίμνη
1. (για τόπο) αυτός στον οποίο συχνάζουν ποίμνια
2. ως κύριο όν. Ποίμνιος
προσωνυμία του Απόλλωνος κυρίως στην Αρκαδία.
Russian (Dvoretsky)
ποίμνιος: пастбищный (ἄλση Eur.).