σάραξ: Difference between revisions
From LSJ
Κακοῦ μεταβολὴν ἀνδρὸς οὐ δεῖ προσδοκᾶν → Non exspectandus improbi flexus viri → Auf Wandel eines schlechten Mannes warte nicht
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=saraks | |Transliteration C=saraks | ||
|Beta Code=sa/rac | |Beta Code=sa/rac | ||
|Definition=(A), ακος, ὁ, a long, flowing garment, Lyd.<span class="title">Mag.</span>1.12.<br /><span class="bld">σάραξ</span> (B), = | |Definition=(A), ακος, ὁ, a long, flowing garment, Lyd.<span class="title">Mag.</span>1.12.<br /><span class="bld">σάραξ</span> (B), = [[tinea]], Gloss. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=<b>(I)</b><br />-ακος, ἡ, Α<br />[[δέρμα]] και, [[ιδίως]], [[ένδυμα]] μακρύ που ρίχνονταν από τους ώμους («[[σάρακας]]... θηρείους ἐξ ὤμων [[ἄνωθεν]] ἔως κνημῶν ἐξηρτημένας περιετίθεντο», Ιωάνν. Λυδ.).<br /> <b>(II)</b><br />-ακος, ὁ, Α<br />ο [[σκόρος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Κατά μία [[άποψη]], η λ. <span style="color: red;"><</span> <i>σήρ</i> «[[σκουλήκι]]», ενώ κατ' [[άλλη]] [[άποψη]], λιγότερο πιθανή <span style="color: red;"><</span> ιταλ. <i>saracco</i> «[[καταστρέφω]]»]. | |mltxt=<b>(I)</b><br />-ακος, ἡ, Α<br />[[δέρμα]] και, [[ιδίως]], [[ένδυμα]] μακρύ που ρίχνονταν από τους ώμους («[[σάρακας]]... θηρείους ἐξ ὤμων [[ἄνωθεν]] ἔως κνημῶν ἐξηρτημένας περιετίθεντο», Ιωάνν. Λυδ.).<br /> <b>(II)</b><br />-ακος, ὁ, Α<br />ο [[σκόρος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Κατά μία [[άποψη]], η λ. <span style="color: red;"><</span> <i>σήρ</i> «[[σκουλήκι]]», ενώ κατ' [[άλλη]] [[άποψη]], λιγότερο πιθανή <span style="color: red;"><</span> ιταλ. <i>saracco</i> «[[καταστρέφω]]»]. | ||
}} | }} |
Revision as of 17:44, 23 August 2022
English (LSJ)
(A), ακος, ὁ, a long, flowing garment, Lyd.Mag.1.12.
σάραξ (B), = tinea, Gloss.
Greek Monolingual
(I)
-ακος, ἡ, Α
δέρμα και, ιδίως, ένδυμα μακρύ που ρίχνονταν από τους ώμους («σάρακας... θηρείους ἐξ ὤμων ἄνωθεν ἔως κνημῶν ἐξηρτημένας περιετίθεντο», Ιωάνν. Λυδ.).
(II)
-ακος, ὁ, Α
ο σκόρος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Κατά μία άποψη, η λ. < σήρ «σκουλήκι», ενώ κατ' άλλη άποψη, λιγότερο πιθανή < ιταλ. saracco «καταστρέφω»].