δρυπίς: Difference between revisions
From LSJ
ἑωλοκρασίαν τινά μου τῆς πονηρίας κατασκεδάσας → having discharged the stale dregs of his rascality over me
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=drypis | |Transliteration C=drypis | ||
|Beta Code=drupi/s | |Beta Code=drupi/s | ||
|Definition=ίδος, ἡ, (δρύπτω) | |Definition=ίδος, ἡ, (δρύπτω) [[knot-wort]], [[Drypis spinosa]], <span class="bibl">Thphr.<span class="title">HP</span>1.10.6</span>. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 23:00, 23 August 2022
English (LSJ)
ίδος, ἡ, (δρύπτω) knot-wort, Drypis spinosa, Thphr.HP1.10.6.
German (Pape)
[Seite 669] ίδος, ἡ (δραπτω), eine Dornart, Theophr.
Greek (Liddell-Scott)
δρυπίς: -ίδος, ἡ, (δρύπτω) εἶδος ἀκάνθης, Θεόφρ. Ἱ. Φ. 1. 10, 6.
Spanish (DGE)
-ίδος, ἡ
bot. centinodia, Drypis spinosa L., Thphr.HP 1.10.6.
Greek Monolingual
η (Α δρυπίς)
γένος φυτών της οικογένειας καρυοφυλλίδες που περιλαμβάνει το μοναδικό παραμεσογειακό είδος Δρυπίς η ακανθώδης, αυτοφυές και στην Ελλάδα, κν. μαγγαφάνα.