κυρτοβόλος: Difference between revisions

From LSJ

μηδενί δίκην δικάσῃς πρίν ἀμφοῖν μῦθον ἀκούσῃς → do not give your judgement on anything until you have heard a speech on both sides

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\]), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\])" to "πρβλ. $3$5, $8$10")
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=kyrtovolos
|Transliteration C=kyrtovolos
|Beta Code=kurtobo/los
|Beta Code=kurtobo/los
|Definition=ὁ, (κύρτος) <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[fisherman]], -<b class="b3">βόλων συνεργασία, Μους. Σμυρν</b>.1873/5.65 (Smyrna).</span>
|Definition=ὁ, (κύρτος) [[fisherman]], -<b class="b3">βόλων συνεργασία, Μους. Σμυρν</b>.1873/5.65 (Smyrna).
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[κυρτοβόλος]], ὁ (Α)<br />[[ψαράς]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κύρτος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>βολος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[βόλος]] <span style="color: red;"><</span> [[βάλλω]]), [[πρβλ]]. [[δικτυβόλος]], [[δισκοβόλος]]. Η [[παροξυτονία]] δίνει στη λ. ενεργητική σημ.].
|mltxt=[[κυρτοβόλος]], ὁ (Α)<br />[[ψαράς]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κύρτος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>βολος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[βόλος]] <span style="color: red;"><</span> [[βάλλω]]), [[πρβλ]]. [[δικτυβόλος]], [[δισκοβόλος]]. Η [[παροξυτονία]] δίνει στη λ. ενεργητική σημ.].
}}
}}

Revision as of 02:35, 24 August 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κυρτοβόλος Medium diacritics: κυρτοβόλος Low diacritics: κυρτοβόλος Capitals: ΚΥΡΤΟΒΟΛΟΣ
Transliteration A: kyrtobólos Transliteration B: kyrtobolos Transliteration C: kyrtovolos Beta Code: kurtobo/los

English (LSJ)

ὁ, (κύρτος) fisherman, -βόλων συνεργασία, Μους. Σμυρν.1873/5.65 (Smyrna).

Greek Monolingual

κυρτοβόλος, ὁ (Α)
ψαράς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κύρτος + -βολος (< βόλος < βάλλω), πρβλ. δικτυβόλος, δισκοβόλος. Η παροξυτονία δίνει στη λ. ενεργητική σημ.].